GAIA

GAIA

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Φθινoπωρινές εικόνες και συναισθήματα ( Ένα απόσπασμα από το διήγημα)


                                                                   Του συνεργάτη μας Μουντούρη Ανδρέα
                                                

Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το Φθινοπωρινό απόγευμα. Τότε, κατά τα μέσα του περασμένου Οκτώβρη, όταν τα πιο δυνατά ανθρώπινα συναισθήματα η χαρά και η θλίψη έκαναν την εμφάνισή τους.

 Πρώτα φάνηκε η χαρά, που ήρθε να μ’ αποζημιώσει, ύστερα από μια επιτυχημένη και δημιουργική εβδομάδα που πέρασε. Όμως αργότερα,  όταν πληροφορήθηκα, πως κάποιο δυσάρεστο γεγονός συνέβαινε στην οικογένεια του καλύτερου φίλου μου, αυτό μ’ έκανε να χάσω τη χαρά μου και να νιώσω τη θλίψη και τον πόνο. Βλέπεις αυτά τα δυό η χαρά κι ο πόνος δεν πάνε ποτέ μαζί, αλλά συνήθως το ένα διαδέχεται το άλλο. Κι αν καμιά φορά συναντηθούν, τότε το πιο ισχυρό, αυτό που θα μας αγγίξει περισσότερο, θα επισκιάσει τ’ άλλο και θα το εξαφανίσει.  Και το περίεργο σ’ αυτή την περίπτωση είναι πως, αν και οι χαρούμενες στιγμές της ζωής μας είναι λιγοστές, έστω και μια ώρα ευτυχίας είναι αρκετή, για ν’ αποζημιώσει τις αποτυχίες και τα βάσανα μιας ολόκληρης ζωής. Άλλωστε σε μια ζωή, όπου συνέχεια μπορείς να ικανοποιείς όλες σου τις επιθυμίες, κανένας άνθρωπος πάνω στη γη δε θα μπορούσε να την υποφέρει.

Η δυνατότητα, να ικανοποιούμε την κάθε επιθυμία μας, σπάνια φέρνει την ευτυχία, το πιο πιθανόν είναι να φέρει την πλήξη, την ανία, και μερικές φορές την  κατάθλιψη.

Στη δουλειά μου κάποτε, είχαμε ένα συνάδελφο που δε μιλούσε πολύ, όταν όμως άνοιγε το στόμα του, έλεγε σοφές κουβέντες.
-Θυμάσαι Θεόφιλε, του είπα κάποτε, πόσο δύσκολα ήταν τα παιδικά μας χρόνια ;  Από δέκα χρονών παιδάκια δουλεύαμε στα καπνοχώραφα και το φαγητό να είναι λιγοστό !  Με το ζόρι προσπαθούσαμε να χορτάσουμε το άδειο μας στομάχι !
-Ναι, το θυμάμαι μου απάντησε. Εσύ όμως θυμάσαι τα μεσημέρια, όταν σταματούσαμε τη δουλειά για λίγη ξεκούραση ;
Τρέχαμε βιαστικά κάτω από τον ίσκιο της φτελιάς, του φράξου ή του πλατάνου, ανάλογα με την τοποθεσία του χωραφιού, ξαπλώναμε πάνω στ’ αγριόχορτα κι απολαμβάναμε την ευεργετική δροσιά του.
Και μετά τις πρώτες ανάσες, στρώναμε μπροστά μας το μεσάλι με το λιγοστό εκείνο φαγητό, το οποίο μας φαινόταν πολύ νόστιμο και το απολαμβάναμε μ’ ευχαρίστηση, ύστερα μάλιστα από την εξουθένωση της σκληρής δουλειάς και το κάμα του Καλοκαιριού.
Έμοιαζε  εκείνο το φαγητό, σαν να ήταν το « Μάννα εξ ουρανού », η τροφή που έστειλε ο Θεός στους Εβραίους όταν περνούσαν την έρημο.
Πίναμε ασταμάτητα από το κρύο νερό της πηγής, για να σβήσουμε τη δίψα μας και να δροσίσουμε τα ξεραμένα χείλη μας, και δε χορταίναμε. Πίναμε και ξαναπίναμε λες και θέλαμε να  αναπληρώσουμε όλα εκείνα τα υγρά του σώματος που χάσαμε με τον ιδρώτα μας.
Οι λίγες εκείνες στιγμές ξεκούρασης, ήταν για μας πραγματικές στιγμές απόλαυσης κι ευδαιμονίας.
Η απόκτηση οποιοδήποτε αγαθού, μετά από κάποια στέρηση, έχει μεγαλύτερη αξία και οι απολαύσεις που προσφέρει είναι πιο έντονες.
Όμως, με το σήμερα τι γίνεται ;  Οι άνθρωποι απόκτησαν περισσότερα αγαθά και μεγαλύτερες ανέσεις. Κι’ όμως δεν είμαστε ευχαριστημένοι, δεν απολαμβάνουμε την καθημερινότητα και το κάθε τι.
Ενώ η χαρά βρίσκεται στα απλά πράγματα, εμείς την αναζητούμε στα πολύπλοκα και στ’ ακατόρθωτα.
Δε γνωρίζουμε, ότι ευτυχισμένος δεν είναι εκείνος, που έχει ότι επιθυμεί, αλλά εκείνος που μένει ευχαριστημένος με όσα έχει....
Εκείνη λοιπόν τη μέρα του Οκτώβρη, όπως κι όλες τις προηγούμενες, μέναμε με την Άννα τη γυναίκα μου στο σπίτι μας στο χωριό, άλλωστε τον περισσότερο χρόνο μας εκεί τον περνάμε.
Μετά το μεσημεριανό γεύμα, σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς τη βεράντα. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Αν κι από νωρίς γκρίζα σύννεφα είχαν καλύψει σχεδόν όλον τον ορίζοντα, ο καιρός δε φαινόταν να το « πηγαίνει » για βροχή. Η μέρα ήταν «γλυκιά » δεν έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Οι κάτοικοι του χωριού αναπαύονταν στα σπίτια τους, ήταν ώρα κοινής ησυχίας, κι έξω επικρατούσε απόλυτη σιγή. Ακουγόταν μονάχα το κελάηδισμα των πουλιών. Οι σπίνοι ( τα τσόνια ), που έρχονται κατά μιλιούνια και κουρνιάζουν, στις πυκνές φυλλωσιές του γειτονικού ελαιώνα, κάθε μέρα, τέτοια ώρα αρχίζουν τη συναυλία τους ! Κι εγώ ακουμπισμένος στα κάγκελα της βεράντας, φέρνω το βλέμμα μου ολόγυρα, και δε χορταίνω όλη τούτη την ομορφιά που η φύση απλόχερα χάρισε σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο !
 Όπου κι αν κοιτάξεις, παντού θ’ αντικρίσεις μαγικές εικόνες που σε γεμίζουν ευφροσύνη.
 Κοιτάζω κατά το ρέμα, κι αντικρίζω τα πελώρια πλατάνια, να στέκονται εκεί παρατεταγμένα στις όχθες, σχηματίζοντας μια τεράστια καταπράσινη αλέα που φθάνει ως τη λίμνη.
Κοιτάζεις ανατολικά, και θωρείς τον κάμπο, ο οποίος μετά τις αναβροχιές του Καλοκαιριού, αναζητώντας λίγη δροσιά, απλώνεται ν’ αγκαλιάσει τα γλυκά νερά της λίμνης Τριχωνίδας.
Κοιτάζεις βόρεια, κι αντικρίζεις στο βάθος του ανταριασμένου ορίζοντα την Κυρά-Βγένα, τη ξεγυμνωμένη κορφή του πανέμορφου Παναιτωλικού.
 Χαμηλώνεις στις καταπράσινες πλαγιές του και διακρίνεις τα θρυλικά χωριά της Αιτωλίας, όπως τη μαγευτική Μυρτιά με το φυσικό της καταρράχτη, και τα κρύα του νερά, που ποτίζουν πλουσιοπάροχα τους εύοσμους πορτοκαλεώνες και τα λεμονοδάση που απλώνονται μέχρι τις όχθες της Τριχωνίδας, κάνοντας το τοπίο να μοιάζει « Ιδιαίτερου φυσικού κάλλους » !
Στον καταρράχτη και τα κρύα του νερά, άκουσα, πως αναφέρεται το δημοτικό τραγούδι της « Κυρά- Βαγγελιώς » της Μυρτιώτισσας :  « Ένα νερό Κυρά-Βαγγελιώ / ένα νερό κρύο νερό /κι από πούθε κατεβαίνει / Βαγγελιώ μου παινεμένη /…..»
Στη συνέχεια διακρίνεις την Καλλιθέα, όπου το ίδιο της το όνομα μιλάει για της χάρες της.
Την Παληοκαρυά με τα πέτρινα αρχοντικά της, τα νόστιμα φρούτα της και το στενό φαράγγι, όπου παλιά ήταν το πέρασμά της.
Τη Νερομάνα με τ’ άφθονα πηγαία νερά της, όπου αναβλύζουν εκεί, στη γραφική της πλατεία με τα βαθύσκιωτα πλατάνια, και το παλιό εκκλησάκι της «Μεταμόρφωσης του Σωτήρος», να στέκεται πάνω στην κορυφή του βράχου «Βιγλάτορας»  και  « Φύλακας Άγγελος » της περιοχής, ενώ ο μικρός της καταρράχτης μαζί με το νερόμυλο και τη νεροτριβή συμπληρώνουν το καταπράσινο σκηνικό της.
Στο δυτικό τμήμα της Κυρά-Βγένας, εκεί που είναι σήμερα το χωριό Βλοχός, αντικρίζεις σε μιαν ακραία κορφή των Αραποκεφάλων του Παναιτωλικού, το φρούριο των Θεστιέων, τα απομεινάρια του τείχους της Ακρόπολης, εκεί όπου η ιστορία χάνεται 4000 χρόνια πίσω στο παρελθόν. Εκεί στη βάση του βράχου προβάλλει  και το Μοναστήρι της Παναγιάς. Τόπος ιερός, τόπος γαλήνης, προσευχής και περισυλλογής που με την παρουσία του εκεί, ξορκίζει τις σκιές της αρχαίας παγανιστικής Ελλάδας.
Αντικρίζεις την Παραβόλα, το διοικητικό κέντρο του ομώνυμου δήμου, με τα λείψανα της αρχαίας πόλης και τους περιβόλους των Τειχών της Ακρόπολης, να φαντάζουν πάνω στο χαρακτηριστικό οχυρό ύψωμα, το οποίο κρύβει ένα μεγάλο τμήμα του σύγχρονου οικισμού.
Χαμηλώνοντας ακόμη περισσότερο, εκεί κατά μεσοίς του κάμπου, και σχεδόν, σε κοντινή απόσταση από την Τριχωνίδα, διακρίνεις τους μεγαλύτερους σε πληθυσμό οικισμούς της περιοχής, το Καινούριο και το Παναιτώλιο. Αν στρέψεις το βλέμμα σου αριστερά κατά τη Δύση, κάποια άλλη μαγική εικόνα μοστράρει μπροστά σου, έτοιμη να σε συναρπάσει. Είναι η εικόνα  της λίμνης εκείνης, που κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν Ύδρα, ενώ σήμερα μας είναι γνωστή με την ονομασία Λυσιμαχία. Τη βλέπεις ν’ απλώνεται στο δυτικό  τμήμα του Λεκανοπέδιου, γαληνεμένη και με τους απροσπέλαστους καλαμιώνες ολόγυρα, να στέκονται εκεί σαν άγρυπνοι φρουροί, δημιουργώντας συγχρόνως το καταφύγιο μιας σπάνιας ποικιλίας ενδημικών και αποδημητικών πουλιών, με πρωταγωνιστές  τις φαλαρίδες και τις αγριόπαπιες. Βλέπεις ακόμη μια καταπράσινη στενή λωρίδα γης με τη μορφή δίκοπου σπαθιού, να καρφώνει κάθετα τη λίμνη στο πλευρό της, προσπαθώντας να τη χωρίσει στα δύο. Αυτή η αιχμηρή χερσόνησος που όλο και συνεχίζει επίμονα να εισχωρεί στη λίμνη, είναι το αποτέλεσμα των προσχώσεων του ποταμού Ερμίτσας. Στο βάθος η μαγική αυτή εικόνα έχει για φόντο τα περήφανα Ακαρνανικά βουνά, σημείο αναφοράς του ηρωϊκού Ξηρόμερου………..
 Βρέθηκα σε κατάσταση έκστασης, ύστερα απ’ όλον εκείνον τον αισθησιασμό, και ξαφνικά με διέκοψε η παρουσία της γυναίκας μου.
Είχε φέρει τους καφέδες, τους απόθεσε στο μικρό τραπεζάκι της
βεράντας  και καθίσαμε παρέα να τους απολαύσουμε.                                                  
-Αλέξη μου, σήμερα έχει ωραία μέρα, δε θα το πιστέψεις , σε ζηλεύω που ευκαιρείς και το απολαμβάνεις !
-Ναι πράγματι, μέχρι τώρα αυτό έκανα, απολάμβανα μ’ ευχαρίστηση, όλη τούτη την ομορφιά που μας περιβάλλει !
Κοίταξε απέναντι το Αγρίνιο ! Δες το, πόσο φωτεινό το κάνει ο ήλιος ! Κοίταξε τις λίμνες ! Δεν είναι πανέμορφες ;
-Αχ ! Αυτές οι λίμνες !  Φαντάζεσαι Αλέξη μου να ήταν θάλασσες, εμείς που μένουμε δίπλα τους, θα ήμασταν προνομιούχοι !
-Αννα, ξέρω πόσο αγαπάς τη θάλασσα, όμως κι εγώ την αγαπώ, κι όχι απλά την αγαπώ, αλλά τη λατρεύω, είναι κάτι που με μαγεύει, κάτι που με ταξιδεύει σ’ άλλους κόσμους, εντελώς φανταστικούς.
Δεν πρέπει όμως να χολοσκάς, δεν είναι δα και μακριά μας, σχεδόν την έχουμε στα πόδια μας. Το πολύ, μισή ώρα δρόμος μας χωρίζει από την απεραντοσύνη της.
Όμως νομίζω, πως αν αυτές οι λίμνες ήταν θάλασσες, ίσως τα πράγματα να ήταν χειρότερα για όλους μας. Θα χάναμε εντελώς την ηρεμία μας.
Νόμιμα ή παράνομα θα είχαν κτιστεί τα πάντα γύρω μας. Η πίσσα και το τσιμέντο θα μας έπνιγε, όπως συμβαίνει και στις μεγαλουπόλεις. Άσε, που οι οικοπεδοφάγοι θα μας είχαν κάψει όλον τον Αράκυνθο, αυτόν τον εθνικό μας δρυμό ! 
Έχουμε γυρίσει σχεδόν, σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την Ελλάδα, και τη γνωρίσαμε  καλά. Όχι ! Κοίταξε σε παρακαλώ το βουνό μας, και πές
μου : «Έχεις παρατηρήσει αλλού πουθενά αυτή την παρθένα φύση ;
Αυτή την οργιώδη βλάστηση ;  Αυτή τη σπάνια ποικιλία από θάμνους και δέντρα, μ’ αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό χρωμάτων ; »
Σκέψου ακόμη, πως τα τελευταία χρόνια, η υπερθέρμανση του πλανήτη μας, έφερε την κλιματική αλλαγή, καύσωνες, ακραία καιρικά φαινόμενα, και απειλεί με εξαφάνιση ή ερημοποίηση επίγειους παράδεισους.
Τα πόσιμα νερά έχουν λιγοστέψει κι ένα μέρος αυτών έχει μολυνθεί.
Βλέπω λοιπόν, στο μέλλον, οι λίμνες μας ν’ αποτελούν τις εφεδρείες
πόσιμου νερού όλης της Στερεάς Ελλάδας και πιθανόν και της Πελοποννήσου ! Έπειτα τη μόλυνση του περιβάλλοντος, που την πάς ;
« Ως τώρα η φύση μπορούσε να αφομοιώνει τη μόλυνση και την ασχήμια και να τις μετατρέπει σε στοιχεία υγείας και ομορφιάς. Όμως τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει μια αντίστροφη πορεία. Το μολυσμένο και το άσχημο έχουν πληθήνει τόσο πολύ, που άρχισαν να αφομοιώνουν το υγιές. Έτσι μια άλλη απάνθρωπη μορφή ζωής άρχισε να εξαπλώνεται, που οδηγεί σταδιακά στον όλεθρο και την καταστροφή. Ευτυχώς για την περιοχή μας, η μόλυνση ακόμη δεν ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια. Μπορεί κι αντιστέκεται. Πρέπει όμως όλοι από κοινού, και κυρίως οι τοπικοί άρχοντες, να φροντίσουμε, ώστε αυτή η αντίσταση να γίνει μόνιμη και διαρκής, γιατί μονάχα έτσι θα μπορέσουμε να θωρακίσουμε την υγεία και το μέλλον των παιδιών μας.
Η Ελληνική φύση, που διαμόρφωσε όλους εκείνους τους περασμένους πολιτισμούς, από τους αρχαϊκούς χρόνους μέχρι και σήμερα, είναι πάντα εδώ, ίδια, πολύτροπη, αισθησιακή, και μέσα σ’ ένα φως, όπου όλα τα πράγματα διαγράφονται καθαρά. Υπάρχουν χώρες που ταξιδεύεις για ώρες και η ομοιομορφία του τοπίου, όπως κι εκείνη η μονοτονία, δεν σε βοηθά ν’ αλλάξεις διάθεση, ν’ αλλάξεις σκέψεις.
Όμως η Ελλάδα μας και ιδιαίτερα ο τόπος μας η Αιτωλοακαρνανία έχει μια τέτοια ποικιλία εδάφους, χλωρίδας, πανίδας, χρωμάτων, και ακτών που το μήκος τους είναι περίπου, όσο ο περίπλους της Αφρικής, που αναπόφευκτα επιδρά ποικιλοτρόπως πάνω στους κατοίκους της.
Αλλάζοντας από μέτρο σε μέτρο το Ελληνικό τοπίο, αλλάζει και η διάθεσή μας, αλλάζει και η σκέψη μας.
Έτσι η πολύτροπη ελληνική φύση, έκανε την ελληνική σκέψη συμπαντική και τον Έλληνα πολίτη του κόσμου.» ……..