GAIA

GAIA

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

100 χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

                    
         Του συνεργάτη μας  ΜΟΥΝΤΟΥΡΗ ΑΝΔΡΕΑ
            e-mail: a.moudouris@gmail com.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο τον Μάρτιο του 1851, γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής Μωραϊτίδη. Η Σκιάθος, η εκκλησία, η θάλασσα είναι τα πρώτα βιώματα της παιδικής του ψυχής και μεγαλώνοντας θα γίνουν οι τρεις πόλοι, που γύρω τους θα πλέξει όλο σχεδόν το έργο του. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Ελληνικού Σχολείου στη Σκιάθο.
Φοίτησε σε σχολεία της Σκοπέλου και του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό ποίημα για τη μητέρα του. Οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων από τη ζωή του στη Σκιάθο, που δονούν από συγκίνηση τα διηγήματά του, ξαναθερμαίνονται με τα συνεχή ταξίδια του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οριστικά επιστρέφει στο νησί του τον Απρίλη του 1908. Λόγο πριν, στις 13 Μαρτίου είχε τιμηθεί στον «Παρνασσό» για τα 25 χρόνια της λογοτεχνικής του δημιουργίας.
Η Αθήνα δεν θα τον ξαναδεί. Ο Παπαδιαμάντης πέθανε στη Σκιάθο στις 3 Ιανουαρίου του 1911 έχοντας ήδη κατακτήσει με το έργο του μια θέση μοναδική στη νεοελληνική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στη διηγηματογραφία. Χριστιανός ορθόδοξος, απόγονος θαλασσινών και Σκιαθίτης ήταν ο άνθρωπος Παπαδιαμάντης, όμοια παρουσιάζεται και στο έργο του ο συγγραφέας τηρώντας με απόλυτη συνέπεια τα όρια των θεμάτων του, όπως ο ίδιος ομολογεί στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη» του :
«Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη». Μόνο τα πρώτα του έργα, τέσσερα μυθιστορήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά ως το 1885 δεν παρουσιάζουν τα γνωρίσματα αυτά. «Η Μετανάστης» (1879-1880) στο «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης, οι «Έμποροι των Εθνών» (1882-1883) στο «Μη Χάνεσαι», η «Γυφτοπούλα» (1884) στην «Ακρόπολη» και ο «Χρήστος Μηλιόνης» (1885) στην «Εστία» είναι έργα ιστορικά, που εντάσσονται στην παράδοση του ρομαντικού μυθιστορήματος με υπόθεση περιπετειώδη.
Με το πρώτο μυθιστόρημα ο Παπαδιαμάντης μας μεταφέρει στη Μσσαλία το 1720, για να περιγράψει μια επιδημία πανούκλας κι ένα θλιβερό έρωτα, ενώ με τους «Εμπόρους των Εθνών» ταξιδεύουμε στα νησιά του Αιγαίου και τη Βενετία γύρω στο 1200, όταν στην Ελλάδα κυριαρχούσαν οι Ενετοί. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα συναρπαστικό ερωτικό μυθιστόρημα. Η Αυγούστα εγκαταλείπει τον σύζυγό της Ιωάννη Μούχρα και ακολουθεί τον Βενετό Μάρκο Σανούτο, γιατί είναι αιχμάλωτη μιας ακατανίκητης, κυριολεκτικά θανάσιμης ερωτικής επιθυμίας. Σε πλήρη ψυχική αδυναμία να κάνει οτιδήποτε άλλο, η Αυγούστα θα τραβήξει το δρόμο του πάθους της μέχρι τέλους, μέχρι θανάτου, του δικού της ασφαλώς θανάτου. Καίγεται ζωντανή, μόνη, πάνω στη ναυαρχίδα του εραστή της.
Στο τρίτο του μυθιστόρημα, η Γυφτοπούλα ζει στο Μωριά και συνδέει την τύχη της με τον Γεώργιο Γεμιστό, τον φιλόσοφο Πλήθωνα, ενώ ο χρόνος, που διαδραματίζονται τα γεγονότα, το 1453, μας φέρνει στο νου αδιάκοπα την επικείμενη άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Στο «Χρήστο Μηλιόνη»,  έργο μικρότερο σε έκταση και με απλούστερη πλοκή, που αφηγείται μια ιστορία της Τουρκοκρατίας, ο Σκιαθίτης συγγραφέας αρχίζει να φανερώνει δείγματα της δημιουργικής του ικανότητας, που διαμορφώνεται οριστικά στα έργα του.
Το 1887 σημειώνεται ουσιαστικά η αρχή της διηγηματικής παραγωγής του με τη δημοσίευση του έργου «Το Χριστόψωμο», που εγκαινιάζει και την προσφορά επίκαιρων κειμένων του για τις δύο μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Η δημιουργική αυτή περίοδος κράτησε ως το 1910, που έγραφε το τελευταίο του διήγημα
 «Ο αντίκτυπος του νου».
Ας δούμε όμως από πιο κοντά μερικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Και πρώτα την περίφημη «Φόνισσα», διήγημα εκτεταμένο, που γράφηκε το 1902 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» (1903).
Η Φόνισσα αποτελεί για πολλούς αναγνώστες το αριστούργημά του, ένα ψυχολογικό θρίλερ πολύ «προχωρημένο» για την εποχή του.
Η Φραγκογιαννού, η κεντρική ηρωϊδα της Φόνισσας, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα, που παραλογίζεται και σκοτώνει μικρά κορίτσια για να λυτρώσει τη φτωχή τους οικογένεια από το βάρος τους αλλά και τα ίδια από τα μελλοντικά βάσανα της προβλέψιμης ζωής τους.
Στο περίφημο τέλους του διηγήματος η ηρωίδα χάνεται «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Ο Παπαδιαμάντης βρίσκει την ευκαιρία να μας δικαιολογήσει τον παραλογισμό της ηρωίδας του μετά την πολύχρονη καταπίεσή της στο πατρικό της σπίτι, στο γάμο της και από τα αρσενικά παιδιά της, που μεγαλώνοντας ξενιτεύτηκαν αφήνοντάς της τις τρεις κόρες τους βάρος.
Ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζοντας με σκληρό ρεαλισμό τη μορφή της Φόνισσας φαίνεται ν’ αντλεί από ένα θέμα, που γνωρίζει καλά, καθώς κι ο ίδιος είχε ανύπαντρες αδελφές και γύρω του έβλεπε την αγωνία των γονιών, ώσπου ν’ αποκαταστήσουν τα κορίτσια τους.
Στη «Σταχομαζώχτρα» προβάλλεται έντονα το πρόβλημα της ξενιτιάς που ερημώνει τα χωριά αφήνοντας πίσω μόνο γέρους και παιδιά.
Αν η ευτυχής λύση στη «Σταχομαζώχτρα» παρουσιάζεται από τον συγγραφέα σαν Θεϊκή επέμβαση, από τον ανεξήγητο πλουτισμό της γριάς Αχτίτσας, πολύ μεγαλύτερη έκταση και ένταση παίρνει το θρησκευτικό στοιχείο στο διήγημά του «Στο Χριστό στο Κάστρο».
Εδώ έχουμε μια ομαδική προσπάθεια για τη διάσωση δύο ανθρώπων αποκλεισμένων από τα χιόνια πάνω στο Κάστρο την παραμονή των Χριστουγέννων.
Το πρόβλημα της ξενιτιάς προβάλλεται και πάλι στον «Αμερικάνο».
Εδώ ο ήρωας που ξενιτεύεται για πολλά χρόνια στην Αμερική γυρίζει πλούσιος στην πατρίδα του και παντρεύεται την αρραβωνιαστικιά του που τον περίμενε πιστή όλα αυτά τα χρόνια.
Ιδιαίτερη θέση δίνει ο Παπαδιαμάντης μέσα στα διηγήματά του στο νησί του. Τα ακρογιάλια, οι εξοχές, οι εκκλησίες, οι βοσκοί, οι ναυτικοί, τα μικρά παιδιά και οι κοπέλες, οι μαυροντυμένες γριές περιγράφονται με τα ζωηρότερα χρώματα, με συγκίνηση μοναδική και ενάργεια εικόνων.
« Όμορφη είναι η Σκίαθος του Θεού. Μα η Σκίαθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ωραιότερη » διαπιστώνει επαινετικά ο Αντρέας Καρκαβίτσας.
Μαζί με τον κόσμο της Σκιάθου περιγράφονται τα ήθη και τα λαϊκά έθιμα που διαμορφώνουν τη ζωή του. Ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, λαϊκά δίστιχα, παραδόσεις, παραμύθια, τοπωνύμια, προλήψεις, μαγείες, γνωμικά, παροιμίες συγκεντρώνονται και καταγράφονται με την ευσυνειδησία και την επιμονή συλλέκτη.
Ο Παπαδιαμάντης έχει κι ένα τρίτο στοιχείο, που υμνεί στο έργο του, την Ελληνική φύση. Είναι τέτοια η έκστασή του μπροστά στην ομορφιά του κόσμου. Που το περιβάλλει, τόσος ο λυρισμός των εικόνων του, ώστε φαίνεται να ζωντανεύει σε πολλές σελίδες του ένας πανάρχαιος ειδωλολατρισμός, καθώς βλέπει Νηρηίδες και Τρίτωνες να προβάλλουν από τη θάλασσα και Δρυάδες  να χορεύουν στα δάση.
Επίσης ιδιαίτερα θαυμαστή αποδεικνύεται η ικανότητα του Παπαδιαμάντη στις περιγραφές, όπου μας προκαλεί έκπληξη σχεδόν ο πλούτος των λέξεων και η εκλογή των επιθέτων :  « Α! μόνη η Μαυρομαντηλού η λιθίνη ψυχή, η ασφριγής και ανέραστος κόρη, η οστρεοκόλλητος και κογκυλόφθαλμος νύμφη, η άστρωτος και χαλικόσπαρτος ευνή, η απείρανδρος χήρα, η απειθής μελανείμων…..
(« Η Μαυρομαντηλού »).-
Αλλά και η πρωτυπία στην απόδοση των εικόνων και των περιγραφών :
 « Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπιδών από την κοπαστήν και φραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας….». 
Σχεδόν διακόσια διηγήματα έγραψε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Άγιος αυτός των γραμμάτων στο διάστημα της δημιουργίας του.
Υπήρξε μοναδικός στην ιδιοτυπία του ύφους του, στην ενότητα των θεμάτων του, στη συνεχή προβολή ορισμένων στοιχείων.
Έτσι παρά το κύλισμα του χρόνου και την αναπόφευκτη αλλαγή των αισθητικών μας κριτηρίων διατήρησε μια σημαντική θέση στην εθνική μας λογοτεχνία. Από πολλούς θεωρείται ο μεγαλύτερος νεοέλληνας διηγηματογράφος. Κάπου είχα διαβάσει μια κριτική για τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη που έλεγε :
« Ο Στρατηγός  Μακρυγιάννης ίσως να ήταν ο μεγαλύτερος νεοέλληνας διηγηματογράφος αν δεν υπήρχε ο «Κοσμοκαλόγερος» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.