GAIA

GAIA

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Το θείο Τραγί...


ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ - ΤΟ ΘΕΙΟ ΤΡΑΓΙ   === Το θείο τραγί
=== Ένας αέρας φυσούσε κείνο το βράδυ. Η δημοσιά φειδοσέρνονταν ατέλειωτη -σαν μια αιωνιότη- στο κάμπο. Εβούϊζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε.
=== Κι΄ αυτός προχωρούσε.
=== Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι. Πήγαινε, όλο πήγαινε, σαν μια ψυχή μεσ΄ στην ερημία του χρόνου.

=== Τον είχαν παραξηγήσει οι άνθρωποι. Η σκόνη τον είχε κάνει κατάσπρο, κι΄ο δρόμος -θεέ μου ο δρόμος- ποτέ δεν τέλειωνε.
=== Η αδερφή του τον έδιωξε. Τον έδιωξε σχεδόν ναι σχεδόν όχι, μα αυτός έφυγε.
=== Είχε πάει να τη δει ποδαρόδρομο. Τώρα πάλι ποδαρόδρομο έφυγε. Πάντα έτσι. Κοσμογυριστής, στρατοκόπος, αλήτης. Οι δημόσιοι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι απόστασεις, ήσαν τα μεγάλα δρομολόγια της ζωής του. Οι γέφυρες, οι πολιτείες, τα τούνελ, οι φευγάμενοι σταθμοί της υδρόγειος. Έτσι ήταν. Η γη δεν τον χώραε. Τον τραβούσε η πνοή της ερήμου.
=== Είχε μείνει με το μπα!!! η αδερφή του.
=== Σαν τον είδε να μπαίνει δεν τον γνώρισε. Ένας αλήτης της φάνηκε.. Τα δασά του μαλλιά, τα χαράκια του μούτρου του, εκείνη του η στρεκλή σιλουέτα, φάνταζαν στο κάδρο της πόρτας σαν μια φοβέρα που θάμπενε.
=== ….Μπα ο Γιάννης!…
=== Ναι ο Γιάννης, και μπήκε. Κύταξε γύρω του, ζητώντας μια καρέκλα και κάθισε. Μα αυτός ήταν αλήτης. Ένας αλήτης σωστός. Η αδερφή του τον κύταξε.
=== …. Ο Γιάννης; του κάνει, μάλλον σαν να ήταν τρόπος να μην ήταν αυτός, παρά γιατί αμφέβαλε. Αυτ’ός δεν απάντησε μια απάντηση μάταιη. Ήταν φανερό πως αυτός ήταν ο Γιάννης. Μόνο είπε: Τι νέα;
=== ….Καλά είπε αυτή και τον κύταξε. Πως κατάντησε έτσι, πως έγινε. Προ έξη χρόνια το ίδιο. Έτσι παρουσιάστηκε άξαφνα ένα βράδυ στη πόρτα. Ζούσε τότες η μάνα τους κι΄ αυτή ήταν ακόμα ανύπαντρη. Μήτε να τον πλύνουν δεν κάθισε, μήτε να τον μπαλώσουν λιγάκι. Μπήκε αμίλητος κι΄ έκλαψε.  Τ΄ άλλο πρωί τον έχασαν. Πήρε πάλι τις στράτες.
=== Τώρα όμως απόγινε. Είχε χάλια… Θεέ μου. Το πρόσωπό του ήταν και δεν ήταν αυτό -σαν μια φωτογραφία πούχε τραβηχτεί δυο φορές- και με κάτι σπάγγους ήσαν μπαλωμένα τα ρούχα του. Μεσ΄ στην απλησιά και τη βρώμα ανάδευε.
=== Πήγε κοντά του από βαθειά της συμπόνια. Δάκρυσε, έκανε να τον χαϊδέψει λιγάκι, μα ευτύς ένα μύχιο ρίγος απέχθειας την διέτρεξε σύγκορμη. Εμύριζε άσκημα. Ήταν ξένο της κρέας η σάρκα του, ντουνιά έζιχνε η κορμίλα του κόσμο.
===  ….Πεινάς; τον ρώτησε.
===  –Πεινώ.
=== Ευτυχισμένη που θα μάκραινε, μια στιγμή απόπλάϊ του, έτρεξε σερπετή στη κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλαπάκι και έψαχνε. Χτυπούσ΄ η καρδιά της.  Ένας τρόμος τη δούλευε.
=== Τούφερε ψωμί κι τυρί, Τούβαλε μια καρέκλα κοντά του και πήγε μακρυά του και κάθισε.
=== Έτρωγε. Αφιερώθηκε ολόκληρος στους καϋμούς της κοιλιάς του. Μάσαε και τα μελίγκια του δούλευαν, φούσκωναν σε κάθε δαγκωμασά του τα νεύρα. Σαν μια εκδίκηση ήταν το τρώει του.
=== Έτσι, μόνο που οι άνθρωποι ντρέπουνται. Ένστικτα κρύβεσαι σαν θα ξεγυμνώσεις το σώμα σου. Είναι κάτι πράγματα που ο καθένας μας τα κάνει κρυφά, δίχως μάρτυρες…. …. …. …. ….

  >>>>> Έτσι αρχίζει ο Σκαρίμπας το διήγημα «Το θείο τραγί» το οποίο μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν από τη διεύθυνση  http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/03/G.-Skarimpa-To-thio-tragi.pdf