GAIA

GAIA

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Τυπογραφία και δημοσιογραφία στο παλιό Αγρίνιο του 19ου αιώνα

Μάρκος Γκιόλιας

Ένα κείμενο του Μάρκου Γκιόλια
Η τυπογραφία και η δημοσιογραφία είναι συνυφασμένες με τις οικονομικοπολιτικές ανησυχίες στην πορεία του εξαστισμού μιας κοινωνίας. Αποτελούν τη μαρτυρία και την αυθεντική ταυτότητα των κοινωνικών διεργασιών στους κόλπους της. Είναι το ...
βαθμόμετρο της ανάπτυξης της, η έκφραση της οικονομικής και πολιτισμικής δυναμικής της. Και οι δυο αυτές λειτουργίες εμφανίζονται στο Αγρίνιο αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ως το 1880 περίπου, το Αγρίνιο δεν παρουσιάζει κάποια αξιόλογη κοινωνική και πολιτισμική ανάπτυξη αστικού χαρακτήρα. Είναι μια αγροτογεωργική κωμόπολη, ένα κεφαλοχώρι, που δεν ξεπερνάει τους 3.000 κατοίκους μαζί με τους συνοικισμούς1. Αρκετοί κάτοικοι είναι γαιοκτήμονες και πλούσιοι εισοδηματίες, χωρίς ιδιαίτερες πολιτιστικές καταβολές. Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είναι φτωχοί καλλιεργητές, αγροεργάτες και σέμπροι. 
Η κωμόπολη ασφυκτιά μέσα στην αγροτοπαραδοσιακή διάρθρωση της.
Ο εκχρηματισμός της οικονομίας είναι περιορισμένος. Οι γαιοκτήμονες συσσωρεύουν πολύ πλούτο. Αλλά δεν κάνουν επενδύσεις για τη δημιουργία σοβαρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Οι δυνατότητες της εμπορικής επικοινωνίας με τα λιμάνια του Μεσολογγίου, του Αστακού και της Αμφιλοχίας δυσχεραίνονται σημαντικά, καθώς το Αγρίνιο «φράζεται» δυτικά από τον Αχελώο και νότια από τις λίμνες Λυσιμαχία και Τριχωνίδα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό είναι απρόσφορη η λειτουργία μιας διευρυμένης εμποροχρηματικής αγοράς με δυναμική κοινωνικών μεταστοιχειώσεων.
Οι μεταφορές των προϊόντων από ή προς τα γειτονικά λιμάνια γίνονται με μουλάρια και κάρρα κυρίως στους θερινούς μήνες. Ακόμα και το μικρό αγροτικό πλεόνασμα από την αυτοκατανάλωση της τοπικής κοινωνίας παραμένει αδιάθετο εξαιτίας του μεγάλου κόστους των μεταφορικών. Για τους ίδιους λόγους περιορίζεται και η καλλιέργεια του καπνού, που εισάγεται στην περιοχή το 1832. Το καπνεμπόριο είναι στα σπάρ­γανα. Αργότερα αποτελεί ζωτικό κλάδο της τοπικής οικονομίας. Η κωμόπολη δεν έχει υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο. Οι κάτοικοι υδρεύονται από πηγάδια. Η οικιστική εξέλιξη της κωμόπολης είναι και αυτή ανώμαλη. Κάποιο ρυμοτομικό σχέδιο των Βαυαρών του 1852 μένει νεκρό, γιατί αντιδρούν σφοδρά οι ιδιοκτήτες γαιών. Μόνο μετά το 1880 εφαρμόζεται μερικώς, ενώ το 1869 οριοθετείται η δημοτική αγορά. Άλλος αρνητικός παράγοντας είναι η ανομοιογένεια στα ήθη, τα έθιμα και τις νοοτροπίες των κατοίκων, αφού οι περισσότεροι εποικίζονται από γειτονικές περιοχές. Ήδη ο μητροπολίτης Πορφύριος, από το 1836, προσδιορίζει την αγρινιώτικη κοινωνία με τη λέξη πανσπερμία2. Πριν από το 1880, το Αγρίνιο έχει ένα μόνο δημοτικό σχολείο, ένα σχολαρχείο3 και ειρηνοδικείο. Πλήρες Γυμνάσιο4 ιδρύεται μετά το 1890. Τα πρώτα σκιρτήματα της αστικής ανάπτυξης στο Αγρίνιο, όπως και στην άλλη Ελλάδα, σημειώνονται με τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ήδη το 1884, ο Δημ. Βικέλας που περιηγείται την περιοχή*, διαπιστώνει ότι το Αγρίνιον ευρίσκεται εις πρόοδον5. Το 1881 γίνεται η πρώτη σκυρόστρωση του δρόμου Αγρινίου - Μεσολογγίου και τον ίδιο χρόνο πραγματοποιείται η γεφύρωση του Αχελώου.
Το σημαντικότερο όμως έργο, που δημιουργεί κινητικότητα στην τοπική κοινωνία και διευκολύνει το εμπόριο, είναι η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου - Μεσολογγίου το 1888 και η επέκταση της το 1895 ως το Κρυονέρι. Το Αγρίνιο βγαίνει από την απομόνωση του. Και ιδού ο Νεολόγος των Πατρών γράφει το 1898 μεταξύ άλλων: Υπό έποψιν εμπορικής κινήσεως το Αγρίνιον σήμερον κατέχει εν τω νομώ την πρώτην θέσιν είναι πόλις μικρά μεν εισέτι, προοδεύουσα όμως ολονέν χάρις εις την καλλιέργειαν και το εμπόριον του καπνού6. Ο βαθμιαίος εξαστισμός της οικονομίας και της τοπικής κοινωνίας προκαλεί γενικότερες διεργασίες. Δημιουργεί τις δυνατότητες για την ίδρυση τυπογραφίας και την εμφάνιση τοπικού Τύπου στο Αγρίνιο. Τη σχετική πρωτοβουλία αναλαμβάνει ο Γεώργιος Σταυρόπουλος, που έχει σπουδαία τυπογραφική και εκδοτική πείρα αρχικώς στην Πάτρα και ακολούθως στο Μεσολόγγι. Είναι ο πρώτος τυπογράφος και εκδότης εφημερίδας στην πόλη. Η χειρόγραφη εξάλλου εφημερίδα Αχελώος, την οποία βγάζει ο Νικόλαος Λουριώτης τον Φεβρουάριο του 1822 στο Βραχώρι', δεν εντάσσεται στην οικονομικά οργανωμένη λειτουργία της τυπογραφίας και δημοσιογραφίας.
Την πρωτοχρονιά του 1880, ο Σταυρόπουλος εκδίδει στο Μεσολόγγι την εβδομαδιαία εφημερίδα Αιτωλία, που τυπώνεται στο ιδιόκτητο τυπογραφείο του. Καθώς χαρακτηρίζεται στον υπότιτλο της, είναι «εφημερίς πολιτική και των ειδήσεων», με κύριο συντάκτη τον δικηγόρο Τιμ. Τσαγκαράκη. Η έκδοση της εφημερίδας διακόπτεται για μικρό διάστημα το 1882. Αργότερα ο Σταυρόπουλος μεταφέρει την έδρα της εφημερίδας στο Αγρίνιο, όπου εγκαθίσταται και ο ίδιος ως μόνιμος κάτοικος. Ακολούθως μεταφέρει και το τυπογραφείο του. Με τον τρόπο αυτό το Αγρίνιο αποκτά την πρώτη εφημερίδα και το πρώτο τυπογραφείο του. Είναι και τα δυο απτά δείγματα της πορείας του προς τον αστικό εκσυγχρονισμό. Η Αιτωλία εκδίδεται στο Αγρίνιο ως 1885, αποτελώντας άμεσο όργανο ενημέρωσης της κοινής γνώμης. Πο­λιτικώς η εφημερίδα υποστηρίζει το κόμμα του Χαριλάου Τρικούπη και αγωνίζεται για την πρόοδο της περιοχής. Προβάλλει τα τοπικά ζητήματα, ενώ ενημερώνει τους αναγνώστες της και για τις γενικότερες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του ελληνικού κράτους. Είναι ένας τοπικός φάρος πληροφόρησης.
Ο ρόλος του Σταυρόπουλου στο Αγρίνιο της εποχής εκτιμάται ως αυτόχρημα θετικός και επωφελής. Γι αυτό και αναγνωρίζεται από τους κατοίκους της πόλης ως· ιδρυτής της εν Αγρινίω δημοσιογραφίας και αναμορφωτής της ημετέρας κοινωνίας8. Από τα πρώτα βήματα της δραστηριότητας του στο Αγρίνιο, ο Σταυρόπουλος έχει μόνιμο και αχώριστο συνεργάτη του τον Γεώργιο Βλαχόπουλο, τον οποίο αναδεικνύει σε σημαντικό δημοσιογράφο και τον καθιστά μάλιστα κληρονόμο του τυπογραφείου του. Η λειτουργία του τυπογραφείου γι' αυτόν αποτελεί αίτημα ζωής, φλόγα δημιουργίας.
Ασφαλώς ο Σταυρόπουλος δεν είναι μια τυχαία περίπτωση επαγγελματία, θεωρείται από τους σκαπανείς της ελληνικής τυπογραφίας μαζί με τον Ιωάννη Τόμπρα, τον Ευθύμιο Οικονομίδη, τον Παναγή Ευμορφόπουλο και άλλους. Ο τόπος και ο χρόνος της γέννησης του δεν είναι διακριβωμένοι. Το πιθανότερο είναι ότι γεννήθηκε στο Μεσολόγγι κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης του 1821. Η άποψη ορισμένων ότι είναι Αγρινιώτης9, ακυρώνεται από τις πηγές. Στη νεκρολογία, που συντάσσει και δημοσιεύει γι' αυτόν Αγρινιώτης δημοσιογράφος της εποχής, αναγράφονται μεταξύ άλλων: Ο γέρων Σταυρόπουλος, επιθυμήσας να φανή χρήσιμος και εν τη ημετέρα κοινωνία, εγκατέλειπε την γενέτεραν του γην και ελθών εγκατεστάθη εις Αγρίνιον, καταστήσας αυτό κέντρον δημοσιογραφικοί. Άραγε, ο δημοσιογράφος εννοεί ως «γενέτειραν» του Σταυρόπουλου το Μεσολόγγι ή την Πάτρα; Σαφώς προκύπτει από διάφορα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα ότι πρόκειται για το Μεσολόγγι. Ποιοι όμως είναι οι δεσμοί του Σταυρόπουλου με την Πάτρα; Την τυπογραφική τέχνη μαθαίνει ο Σταυρόπουλος στην Πάτρα, όπου και παρουσιάζεται ως συνεταίρος με επιφανείς εκδότες - τυπογράφους στα μέσα του ιθ' αιώνα. Το 1850 ιδρύει τυπογραφική εταιρεία με τον θ. Αντρόπουλο, όπως μαρτυρεί η κοινή έκδοση τους στην αχαϊκή πρωτεύουσα: Θεωρίαι Χριστιανικοί και ψυχωφελείς Νουθεσίαι [...]. Έκδοσις νέα υπό Γεωργίου Ζαροκότα ή Ντόμπρου. Εν Πάτραις, τύποις Γ. Σταυροπούλου και Θ. Αντροπούλου, 1850.
Ύστερα από πέντε χρόνια, ο Σταυρόπουλος κάνει νέο άλμα. Το 1855 συνεταιρίζεται με μια επιφανή προσωπικότητα, τον Παναγή Ευμορφόπουλο, εκ των αρχαίων κατοίκων της πόλεως των Πατρών και εις των πρώτων εισαγόντων την τυπογραφικήν τέχνην εις ταύτην", καθώς γράφει το 1890 ο Ιωάννης Καμπούρογλου. Ο Ευμορφόπουλος, που είναι προφα­νώς και ο δάσκαλος του Σταυρόπουλου, συνδέεται στενά με τον Πατρινό σοσιαλιστή διανοούμενο και πολιτικό Ανδρέα Ρηγόπουλο, προ­σωπικό φίλο του Karl Marx, του Victor Hugo,ο και του Ιταλού επαναστάτη και συγγραφέα Mazzini12.
Ο Σταυρόπουλος έχει τη δυνατότητα να κινείται σ' ένα τέτοιο περιβάλλον. Η συνεταιρία του με τον Ευμορφόπουλο δείχνει και το κύρος του στους ιδεολογικοπολιτικούς κύκλους της πατραϊκής κοινωνίας. Αψευδής μαρτυρία της εταιρικής τους σχέσης είναι οι κοινές τυπογραφικές τους εκδόσεις: Ελληνικής Αρχαιολογίας Εγχειρίδιον [...], υπό Αθανασίου Σ. Ρουσσοπούλου. Εν Πάτραις, εκ του τυπογραφείου Π. Ευμορφοπούλου και Γ. Σταυροπούλου, 1853.
Οι γιοι του Ευμορφοπούλου, Αλέξανδρος και Ηρακλής, είναι και αυτοί διακεκριμένοι τυπογράφοι, φίλοι του Σταυρόπουλου. Όλοι τους παίρνουν ενεργό μέρος στις διάφορες κοινωνικοπολιτικές κινήσεις της πόλης. Ο Αλέξανδρος μάλιστα είναι εκδότης και διευθυντής της αναρχοσοσιαλιστικής εφημερίδας Επί τα Πρόσω. Άρθρα της αναδημοσιεύει και σχολιάζει αργότερα ο Σταυρόπουλος στο Αγρίνιο18. Στο περιβάλλον των Ευμορφόπουλων, κηρυγμένων αντιπάλων του μοναρχικού καθεστώτος του Όθωνα, ο Σταυρόπουλος δέχεται αναμφισβήτητες πολιτικοϊδεολογικές επιλογικές επιρροές. Έχει άλλωστε και ο ίδιος ανάλογους κοινωνικοπολιτικούς προσανατολισμούς. Είναι ανήσυχο και δραστήριο άτομο.
Εκτός από τις τυπογραφικές και εκδοτικές επιδόσεις του, ο Σταυρόπουλος αναπτύσσει και πολιτική δράση στην Πάτρα. Είναι αντιμοναρχικός, αλλά κι επηρεασμένος από τις χριανοσοσιαλιστικές ουτοπιστικές ιδέες, που τότε βρίσκουν σημαντική απήχηση σε στρώματα της πατραϊκής κοινωνίας. Μαζί με τον αδερφό του συμμετέχει ενεργά στη δημοκρατική και αντιδυναστική κίνηση της πόλης. Είναι βαθύτατα συνειδητοποιημένος ως πολίτης.
Γι αυτό και συλλαμβάνεται από τα όργανα του Όθωνα και εξορίζεται εν τη αλλοδαπή ως επικίνδυνος. Ο αδερφός του δολοφονείται άγρια από βασιλικούς τραμπούκους11. Μετά την επάνοδο του από την εξορία, ίσως κατά τα μέσα του 1858, η παραμονή του Σταυρόπουλου στην Πάτρα είναι σχεδόν αδύνατη. Πιθανόν γιατί φοβάται ακόμα και για τη ζωή του. Έτσι επιλέγει ως τόπο της επαγγελματικής του επαναδραστηριοποίησης το Μεσολόγγι, όπου και φέρνει ιδιόκτητο τυπο­γραφείο και επίπεδο πιεστήριο, ίσως από την Πάτρα ή την Αθήνα. Ο πάντα ανήσυχος Σταυρόπουλος δραστηριοποιείται αμέσως στην πόλη, θέλοντας να παίξει ρόλο διαφωτιστή της κοινής γνώμης. Συνεταιρίζεται με τον Αναστάσιο Γιαννόπουλο, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς σκιαγραφεί ως εξαίχουσα φυσιογνωμία της Ιερής Πόλης του Μεσολογγίου. Γράφει συγκεκριμένα ότι είναι κορυφαίος, αξιοσπούδαστος και ως δικηγόρος και ως δημοσιογράφος και ως λόγιος15, αλλά και ως δήμαρχος μετέπειτα. Ο Γιαννόπουλος μαζί με τον Ζηνόβιο Βάλβη, τον Δημ. Βουλπιώτη και Δημ. Χατζόπουλο, οι δυο τελευταίοι προέρχονται από την Ευρυτανία, είναι διαπρεπείς νομικοί, προικισμένοι χειριστές του λόγου. Συγκροτούν κατά τον Παλαμά Σχολήν δικανικής ρητορείας15. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1859, ο Γιαννόπουλος κι ο Σταυρόπου­λος εκδίδουν τα Ελληνικά Χρονικά, σαν συνέχεια της ιστορικής εφη­μερίδας του Ιακώβου Μάγερ, καθώς γράφουν οι ίδιοι στο προγραμματικό τους άρθρο. Η εφημερίδα εκείνη σημειώνει σταθμό στην ιστορία του Τύπου της Δυτικής Στερεάς. Αρκετά άρθρα και ειδήσεις της αναδημοσιεύονται στον αθηναϊκό Τύπο. Ο γνωστός για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις Άλεξ. Σούτσος έγραφε πως με την εφημερίδα αυτή επανήλθεν εις την ζωήν: το ηρωικόν· Μεσολόγγιον"'. Ο φιλελευθερισμός της εφημερίδας είναι διάχυτος.
Η πέννα του Γιαννόπουλου και η τέχνη του Σταυρόπουλου δίνουν μιαν άρτια για την ποιότητα της εφημερίδα. Πολλά ζωτικά ζητήματα τίθενται ή βρίσκουν τη λύση τους χάρη στους δικούς της αγώνες: Η αναμόρφωση του λιμανιού στο Μεσολόγγι, που αποτελεί τη σκάλα του διαμετακομιστικού εμπορίου της Αιτωλίας, η διάνοιξη του αύλακα Τουρλίδας, η κατασκευή δρόμων και γεφυρών, η καθιέρωση της εθνικής γιορτής της Εξόδου, η προστασία και ο ευπρεπισμός του «Ηρώου» και διάφορα άλλα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα. Η εφημερίδα δεν ανήκει σε κανένα κόμμα. Είναι αδέσμευτη και πάντοτε στην αντιπολίτευση. Η περίπτωση του Σταυρόπουλου θυμίζει την αντίστοιχη του λαμπαδηφόρου τυπογράφου Δημητρίου Μεσθενέως17, που έρχεται στο επα­ναστατημένο Μεσολόγγι το 1824 και θέτει την τέχνη του στη δούλεψη του μαχόμενου έθνους. Μια από τις εκδόσεις του είναι και η ακόλουθη: Ύμνος εις την Ελευθερίαν, έγραφε Διονύσιος Σολωμός Ζακύνθιος τον Μάιονμήνα 1823 [...]. Εν Μεσολογγίω, έκτης τυπογραφίας Δημητρίου Μεσθενέως, 1825.
Αλλά και του Σταυρόπουλου η συμβολή, σε άλλες συνθήκες και σε διαφορετικό χρόνο, δεν είναι ασήμαντη. Η προσφορά του είναι πολλαπλή: τυπογραφική, δημοσιογραφική και εκδοτική. Στο τυπογραφείο του τυπώνεται όχι μόνον η εφημερίδα, αλλά και βιβλία ιστορικού και λογοτεχνικού περιεχομένου. Ιδού ένας μικρός κατάλογος εκδόσεων του τυπογραφείου του:
  • - Πρόδρομος του Απανθίσματος του Ελληνικού Αγώνος, υπό Καρπού [Παπαδοπούλου], αντισυνταγματάρχου και ιππότου του πεζικού στρα­τού της γραμμής [...]. Εν Μεσολογγίω, τύποις Α. Γιαννόπουλου και Γ. Σταυροπούλου, 1859.
  • - Λάμπρω, Τραγωδία εις πράξεις πέντε. Ποίημα της Αντωνούσης Καμπουροπούλας εκ Χανίων Κρήτης. Εν Μεσολογγίω, τύποις «Ελληνικών Χρονικών», 1861.
  • - Τα κατά Γ. Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου ιστοριθέντα υπό Καρπού Παπαδοπούλου [...]. Η αλήθεια θριαμβεύει. Εν Μεσολογγίω, τύποις Γ. Σταυροπούλου, 1861.
  • - Η Παλιγγενεσία της Ελλάδος. Λόγος εκφωνηθείς παρά του αντισυ­νταγματάρχου και ιππότου κυρίου Καρπού. Εν Μεσολογγίω τη 18 Οκτωβρίου 1863, τύποις «Ελληνικών Χρονικών», 1863.
II
Η εκδοτική επιχείρηση Σταυροπούλου - Γιαννόπουλου αντιμετωπίζει ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες. Ιδιαίτερα δυσκολεύεται η εφημερίδα στην κάλυψη των εξόδων της, καθώς στηρίζεται αποκλειστικά στους συνδρομητές. Ο Σταυρόπουλος αναγκάζεται να προβεί σε ενυπόγραφη ειδοποίηση, όταν η εφημεοίδα συμπληρώνει ένα χρόνο ζωης: Παρακαλούμεν και πάλιν τους οφείλοντας εκ των κ.κ. συνδρομητών μας, ίνα μας αποστείλωσι τας οφειλόμενος συνδρομάς των και μας δηλώσωσι συνάμα εάν και κατά το ακόλουθον έτος ευαρεστού-νται να είναι ουχί μόνον συνδρομηταί, αλλά και πληρωταί. Τοιαύτην ειλικρινή δήλωσιν θέλομεν υποδεχθή ως αληθή ευεργεσίαν καθ' ην θέλομεν ρύθμιση την πορείαν ημών εν τω τόπω τούτω, όπου υπέστημεν ουκ ολίγας υλικός ζημίας, διαφόρους περισπασμούς και όχι ολιγωτέρας προσβολάς απ' ανθρώπους θρασύτατα καταφερομένους κατά του δημοσιογραφικού φωτισμού"18.
Τα οικονομικά όμως προβλήματα είναι ασφυκτικά και δυσεπίλυτα. Οδηγούν αναπόφευκτα οτη διάλυση της εταιρείας και στο σταμάτημα της εφημερίδας, τον Φεβρουάριο του 1860. Ύστερα από έξι μήνες, ο Γιαννόπουλος επανεκδίδει μόνος του τα Ελληνικά Χρονικά, τα οποία συνεχίζει συρρικνωμένα και ακανόνιστα ως τον Ιούλιο του 1864. Ο Σταυρόπουλος βγάζει για σύντομο διάστημα τη μικρή εφημερίδα Ο Πολίτης. Το 1872 ο ίδιος εκδίδει στο Μεσολόγγι την εφημερίδα Αιτωλικός Αστήρ13, η οποία διακόπτεται το 1875. Ύστερα από μερικά χρόνια, το 1884, ο Σταυρόπουλος επανεκδίδει την εφημερίδα, αλλά ο βίος της είναι βραχύτατος.
Για τον Σταυρόπουλο, η τυπογραφία και η δημοσιογραφία είναι κάτι πολύ περισσότερο από επαγγελματική δραστηριότητα. Αποτελούν προσπάθεια κοινωνικής διακονίας. Στο πλαίσιο των επιδιώξεων αυτών ενδεικτική είναι και η χρήση του όρου στα γραπτά του: Δημοσιογραφικός φωτισμός. Πρόκειται για έναν περιεκτικό ιδεολογικοπολιτικό όρο, που παραπέμπει συνειρμικά στον προεπαναστατικό ελληνικό διαφωτισμό. Γιατί ο Σταυρόπουλος φαίνεται να έχει και αξιόλογη παιδεία, μολονότι δεν υπάρχουν τεκμήρια για τη σχολική μαθητεία του. Το τυπογραφείο, η κάσσα των στοιχείων, αποτελεί γι' αυτόν αληθινό πανεπιστήμιο.
Τα περιθώρια όμως για την ανάπτυξη του επαγγελματικού Τύπου στο Μεσολόγγι γίνονται στενά, αφού η δυνατότητα αύξησης των αναγνωστών είναι περιορισμένη. Στην πόλη εξάλλου εξακολουθεί να βγαίνει η Δυτική Ελλάς του Αρτεμη Γουρλουρίνη, καθώς και κάποιες άλλες βραχύβιες εφημερίδες. Ο Σταυρόπουλος διαβλέπει πως το Αγρίνιο, με την κατασκευή του συγκοινωνιακού δικτύου και την αξιοποίηση της πλούσιας παραγωγικής ενδοχώρας, έχει μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης. Και δε λαθεύει στην εκτίμηση του. Σε ελάχιστα χρόνια η δημοσιογραφική εξέλιξη του Αγρινίου είναι σημαντική. Οι αντικειμενικοί αυτοί λόγοι ωθούν το Σταυρόπουλο στην απόφαση για μόνιμη εγκατάσταση στο Αγρίνιο μαζί με τον τυπογραφικό εξοπλισμό του. Ο ίδιος δεν απογοητεύεται από τ' αλλεπάλληλα εγχειρήματα του. Έχει πλήρη συνείδηση των δυσκολιών, όταν γίνεται μεταλαμπαδευτής του Τύπου στη Δυτική Στερεά: Αποφασίσαντες να μεταφέρωμεν τον Τύπον εις την Δυτικήν Ελλάδα, είχομεν υπόψιν το ακανθώδες της επι­χειρήσεως10. Επιθυμεί να ριζώσει στη γενέτειρα του, εγκαινιάζοντας μια σημαντική περίοδο στην εκσυγχρονιστική ιστορία της πόλης. Τον Αύγουστο του 1885, ο Φώτιος Μαυρογόνατος ή Παπαδημητρίου, απόστρατος μοίραρχος της χωροφυλακής από τον Αγιο Βλάσιο, εκδίδει την Τριχωνία, εβδομαδιαία εφημερίς του λαού, που διατηρείται λιγότερο από πέντε μήνες. Η μεταγενέστερη πληροφορία21 του Μαυρογόνατου, ότι ιδρύει στο Αγρίνιο και τυπογραφείο, είναι ανακριβής. Ο ίδιος γράφει ότι μεταφέρει προς εκτύπωση την εφημερίδα του στο Μεσολόγγι και τελικώς αυτή κλείνει, ακριβώς γιατί δεν διαθέτει ιδιόκτητον τυπογραφείο22.
Τον ίδιο χρόνο, το 1885, τυπώνεται στο Αγρίνιο και το πρώτο βιβλίο: Ο τελευταίος 'Ελλην χριστιανός βασιλεύς και οι αρματωλοί. Ποίημα υπό Φωτίου Μαυρογόνατου, αποστράτου αντιμοιράρχου και συντάκτου της εφημερίδος «Τριχωνία». ΕνΑγρινίω 1885. Η εκτύπωση του βιβλίου γίνεται προφανώς στο τυπογραφείο του Σταυρόπουλου. Είναι άλλωστε και το μόνο στο Αγρίνιο, που έχει την απαραίτητη τεχνική υποδομή, ιδίως πιεστήριο.
Το καλοκαίρι του 1885, ο Σταυρόπουλος αναστέλλει προσωρινά στο Αγρίνιο την έκδοση της εφημερίδας του Αιτωλία. Ανασυντάσσεται και σε λίγους μήνες, τον Φεβρουάριο του 1886, την επανεκδίδει ανακαινισμένη υπό τον τίτλο Παναιτώλιον. Η σχετική αναγραφή στον υπότιτλο προδίδει και την πρόθεση του εκδότη να την κάνει ίσως ημερήσια προσεχώς: Εκδίδεται επί του παρόντος άπαξ της εβδομάδος. Αρχισυντάκτη προσλαμβάνει τον Τηλέμαχο Μπέλλο, γνωστό από τοπικές ανταποκρίσεις του στον πατραϊκό Τύπο. Οι στόχοι της εφημερίδας συνοψίζονται στον αγώνα για την οικονομική ανόρθωση της χώρας και την εθνική αποκατάσταση. Αναγνωρίζει πως η κυβέρνηση καταβάλλει πυρετώδη δραστηριότητα εις την προ-παρασκευήν και την σύνταξιν των εθνικών δυνάμεων23. Δεν την απαλλάσσει όμως από τις ευθύνες για τη μεγάλη δυσπραγία του λαού. Την θεωρεί συνυπαίτιον της σημερινής οικονομικής καχεξίας και εθνικής καταπτώσεως. Και επιλέγει ο Σταυρόπουλος: Δεν δύνανται και οι σήμερον κυβερνήται ν' απαλλαχθώσι της ευθύνης δια την ενεστώσαν της χώρας κατάστασιν23.
Ο προβολέας της εφημερίδας πέφτει στα ζητήματα και προβλήματα της τοπικής κοινωνίας. Προϋπόθεση για την κοινωνική πρόοδο η εφημερίδα θεωρεί την παγίωση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Είναι η εποχή που η ληστεία λυμαίνεται ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα. Γι' αυτό και επαινεί τη δημοτική αστυνομία: Μετ' ευχαριστήσεως και αύθις αναγράφομεν εις τας στήλας της εφημερίδος ημών και ετέρας καλάς πράξεις του άρτι διορισθέντος δημάρχου Αγρινίου δια την εντελή παγίωσιν της δημοσίας τάξεως24. Η υγιεινή κατάσταση και ο ευπρεπισμός της πόλης απασχολούν επίσης την εφημερίδα: Δέον να ληφθή πρόνοια και δια τους οικόσι­τους χοίρους, οίτινες κατ' αγέλας διέρχονται τας ωραίας οδούς της πόλεως, καταστρέφοντες την επιχαλίκωσιν και ζημιούντες το Δημοτικόν Ταμείον ουκ ολίγον. Ο νόμος προ­βλέπει την παρεμπόδισιν των τοιούτων ζώων εν ταις πόλεσι και παρακαλούμεν να ληφθώσιν τελεσφόρα μέτρα25. Το Παναιτώλιον του Σταυρόπουλου κυκλοφορεί ως «εφημερίς του λαού» ενάμιση περίπου χρόνο, ως τον Ιούνιο του 1887. Τότε σταματά η έκδοση του, πιθανόν για λόγους οικονομικούς. Τον ίδιο όμως μήνα του 1887, ο ελληνοδιδάσκαλος και ιστορικός συγγραφέας Θεόδωρος Χαβέλλας βγάζει την εβδομαδιαία εφημερίδα Αιτωλική Συμπολι-τεία, ρίχνοντας το βάρος στην προώθηση των τοπικών ζητημάτων. Ιδιαίτερα ενδιαφέρεται για το καπνικό πρόβλημα, τόσο ζωτικό άλλωστε για ολόκληρη την περιοχή. Η εφημερίδα τυπώνεται ως τον Μάιο του 1889 στο τυπογραφείο του Σταυρόπουλου, του οποίου η συμβολή είναι πρωτοποριακή στην ανάπτυξη της τοπικής δημοσιογραφίας. Το αίτημα για τον «δημοσιογραφικό φωτισμό» της τοπικής κοινωνίας συνοδεύει το Σταυρόπουλο σε κάθε του σχετική προσπάθεια. Οι διάφορες συγκυριακές αντιξοότητες δε μαραίνουν τον ερωτά του για τον Τύπο και την τυπογραφία. Στα μέσα Μαΐου του 1889, ο ίδιος εκδίδει τον Πολίτη, εβδομαδιαία εφημερίδα, πολιτική, φιλολογική και των ειδήσεων. Σημαία της εφημερίδας, που εκδίδεται ως το 1894, είναι η κοινωνική πρόοδος26 σε όλους τους τομείς, όπως τονίζει σ' ένα από τα πρώτα άρθρα της. Η εφημερίδα έχει ανταποκριτές σ' όλες τις επαρχίες του Νομού και συνδρομητές σε πολλά χωριά, ακόμα και στο Κερασοχώρι και τον Προυσό της Ευρυτανίας21. Από τους άμεσους συνεργάτες του Σταυρόπουλου είναι ο Ιωάννης Ρόκος, ο Γεώργιος Βλαχόπουλος και διάφοροι άλλοι που γράφουν με ψευδώνυμα. Και γράφουν, από ποιήματα και σατιρικές παρωδίες μέχρι επιστημονικά άρθρα. Ως πιο δραστήριος συντάκτης φέρεται ο νεαρός τότε φοιτητής της νομικής Παναγιώτης Ζωγράφος. Είναι από τους ανήσυχους νέους της πόλης, που οφείλει την κατοπινή δημοσιογραφική του ανάδειξη στο Σταυρόπουλο. Γίνεται ανταποκριτής του αθηναϊκού και πατραϊκού Τύπου για όλη την Δυτική Στερεά. Το πρώτο άμεσο πρόβλημα που θέτει ο Σταυρόπουλος με την εφημερίδα του, σε αλλεπάλληλα φύλλα, είναι η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου-Μεσολογγίου28. Σημειώνεται πως το αίτημα αυτό δεν θεωρείται καθόλου αυτονόητο για όλους τους κατοίκους: Σύμφωνα με μεταγενέστερη αποκάλυψη του Κώστα Χατζόπουλου, αρ­κετοί γαιοκτήμονες του Αγρινίου προβάλλουν σφοδρές αντιδράσεις στη συγκοινωνιακή αυτή επανάσταση29. Ισχυρά αντιδρούν επίσης και οι κατασκευαστές κάρρων, όπως και οι καροτσέρηδες, οι οποίοι έχουν το μονοπώλειο στις μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων. Εδώ ισχύει όντως ο στίχος του Ερωτόκριτου: Ευχές μεγάλες γίνονται με τον καιρό οι κατάρες. Ο σιδηρόδρομος σύντομα διασχίζει τον κάμπο του Αγρινίου, διασαλπίζοντάς την αυγή της προόδου. Τα αγαθά του πολιτισμού έρχονται για όλους τους κατοίκους της αγρινιώτικης ενδοχώρας, πλούσιους και φτωχούς, εμπόρους και δουλευτές στα χωράφια. Και σ' αυτό βάζει το μικρό λιθαράκι της κοινωνικής συνειδητοποίησης και ο Γεώργιος Σταυρόπουλος, ο ταπεινός εκείνος τυπογράφος, ο οποίος κυριολεκτικά ακροβατεί ανάμεσα στη φτώχεια και στην αξιοπρέπεια. Αλλά πάντοτε περήφανο σαν το βουνό της Κυρά-Βγένας. Από τις στήλες της εφημερίδας μιλάει η ίδια η πόλη με τα διάφορα προβλήματα και τα επιτεύγματα της. Άμεση προτεραιότητα δίνει η εφημερίδα στο φωτισμό της πόλης με φανούς30 και στα εκπαιδευτικά ζητήματα31. Ιδιαίτερα ασχολείται με την ανάγκη για τη συμπλήρωση, τη στέγαση και τον δημόσιο χαρακτήρα του Γυμνασίου31 της πόλης. Ας σημειωθεί πως αυτό μέχρι το 1892 ήταν δημοσυντήρητο, με μια μόνο τάξη. Ζωντανό επίσης είναι το ενδιαφέρον της εφημερίδας και για τα προβλήματα της καθαριότητας των δρόμων και την υγεία των κατοίκων. Υπενθυμίζει σχετικά ότι το 1855 ενσκήπτει στην πόλη χολέρα, ενώ τώρα θερίζει η «νόσος ιλαρά»32.
Με πάθος η εφημερίδα αγωνίζεται εναντίον της κοινωνικής εγκλη­ματικότητας. Με έμφαση επισημαίνει πως η περιοχή χειμάζεται πολλαπλά από τις εγκληματοπραγίες: Λαμβάνουσι χωράν ληστείαι, κλοπαί, αρπαγαί νεανίδων, εκβιάσεις νέων και τόσοι άλλοι μιαραίκαι στυγεροί πράξεις33. Η παγίωση της τάξης και της δημόσιας ασφάλειας, που προβάλλει ο Σταυρόπουλος με την εφημερίδα του, αποτελούν αιτήματα της ίδιας της τοπικής κοινωνίας.
Τα σωζόμενα φύλλα της εφημερίδας αποτελούν σήμερα πολύτιμη πηγή ιστορικών πληροφοριών. Τη νύχτα της 13 Αυγούστου 1889, στο Αγρίνιο γίνεται καταστροφικός σεισμός. Γκρεμίζονται τελείως 100 σπίτια και τα υπόλοιπα παθαίνουν σοβαρές ρηγματώσεις. Τα θύματα είναι εκατοντάδες, αλλά δεν αναφέρεται ο ακριβής αριθμός. Μόνον 20 σπίτια παραμένουν κατοικήσιμα. Ο Σταυρόπουλος επικρίνει ως ανεπαρκή τα μέτρα της κυβέρνησης: Αι πεντήκοντα σκηναί, αϊ οποίοι εστάλησαν δια την προσωρινήν στέγασιν, είναι τελείως ανεπαρκείς. Χρειάζονται ακόμη τουλάχιστον 200 μεγάλοι σκηνοί11.
Η εφημερίδα αναφέρει ότι στο Θέρμο εγκαινιάζεται για πρώτη φορά, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1889, η οκταήμερη εμποροπανήγυρη. Στις στήλες της καταχωρίζει επίσης αναχωρήσεις και αφίξεις Αγρινιωτών, μεταθέσεις υπαλλήλων, αναγγελίες γάμων και θανάτων, αλλά και πωλήσεις ακινήτων, ενδεικτικές της ανάπτυξης μιας καπιταλιστικής κινητικότητας στην πόλη. Σε άλλα φύλλα περιγράφεται η επίσκεψη του Απόστ. Μακράκη στο Αγρίνιο και στο Καρπενήσι25, όπου ο ίδιος αναλύει την εσχατολογική του διδασκαλία περί Χριστολογικοΰ Πολιτεύματος. Ο Μακράκης, γνωστός και για την πολεμική του εναντίον του Γερμανού βιολόγου Χαίκελ36, είχε την έδρα της εξόρμησης του στην Πάτρα. Ο Σταυρόπουλος ήταν ήδη ενήμερος για την κίνηση του. Ένα άρθρο της εφημερίδας, που απηχεί μάλλον τις προσωπικές ιδέ­ες του Σταυρόπουλου, έχει τον τίτλο Χριστιανισμός και Κοινωνισμός. Ο αρθρογράφος είναι οφθαλμοφανώς χρισπανοσοσιαλιστής. Γι' αυτό και μυκτηρίζει την κοινωνία της αντίχριστου ατομικής ιδιοκτησίας, τονίζοντας μεταξύ άλλων: Χριστιανισμός και ιδιοκτησία δεν δύνανται να συνυπάρξωσί' και μόνον ο κοινωνισμός είναι αναπόσπαστος της ουσίας του Χριστιανισμού. Η ιδιοκτησία είναι της Πανδώρας ο πίθος' είναι ο λυκάνθρωπος άλλον κατατρώγων λυκάνθρωπου37. Ώστε, μαζί με την ανάπτυξη του εμπορίου και της συγκοινωνίας, στο Αγρίνιο σημειώνεται και κίνηση και πάλη των ιδεών. Και τα δύο είναι στοιχεία αστικής αφύπνισης τον Σεπτέμβριο του 1890, ο Σταυρόπουλος γράφει ότι το Αγρίνιον είναι μικρό Παρισάκι38. Αποκτάει την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και λειτουργεί πλέον ως πόλη. Και συνεχίζει ο ίδιος: Το ρυμοτομικόν σχέδιον επαναφέρεται, τα δημοτικά έργα εκτελούνται, βρώμα και δυσωδία δεν υπάρχει που εις την πάλιν39. Οι παρατηρήσεις του Σταυρόπουλου επιβεβαιώνονται ελάχιστα χρόνια αργότερα και από εφημερίδα των Πατρών: Ως πόλις το Αγρίνιον έχει λαμπράνρυμοτομίαν, πλατείας κομψάς, δρόμους, δημοτικόν κατάστημα ευαερον και ευρυχωρον, οικίας περιτριγυρισμένος με πρασινάδας, με δένδρα, με περιβόλια, με τόσα καλά πράγματα, τα οποία παρουσιάζουν μίαν πάλιν όργωσαν40.
III
Στο Αγρίνιο ο Σταυρόπουλος καλλιεργεί με τις εφημερίδες του τα πρώτα σπέρματα των κοινωνικών χειραφετήσεων. Βαθμιαία σχηματίζεται στην πόλη μια πνευματική elit από ντόπιους επιστήμονες: Δικηγόρους, γιατρούς, δημοσιογράφους, λογίους, αλλά και νέους ανήσυχους επιχειρηματίες. Ανάμεσα τους και ο Κώστας Χατζόπουλος, νεαρός τότε, το 1891, δικηγόρος στο Αγρίνιο. Ως ποιητής είναι ήδη γνωστός από τα δεκάξι του χρόνια, δημοσιεύοντας στίχους σε λογοτεχνικά περιοδικά των Αθηνών. Το κύρος του ως επιστήμονα και λογίου είναι κατακυρωμένο στην πόλη.
Ένα άρθρο στην εφημερίδα Πολίτης του 1892 -το έγκλημα εν Ελλάδι- έχει την ενδεικτική υπογραφή Χ. Είναι προφανώς του Κώστα Χατζόπουλου. Δικά του ίσως είναι και μερικά λυρικά τραγούδια και επίκαιρες παρωδίες με ψευδώνυμα, δημοσιευμένα στην ίδια εφημερίδα. Παράλληλα ο τυπογράφος - δημοσιογράφος εκείνος Σταυρόπουλος ενδιαφέρεται και για την ανάπτυξη θεατρικής κίνησης στην πόλη. Στηρίζει με την εφημερίδα του την εμφάνιση και οργάνωση ερασιτεχνικών θεατρικών θιάσων από ντόπιους Αγρινιώτες. Πρωτοπορεί και σ' αυτόν τον τομέα". Η συμβολή του Σταυρόπουλου στην κοινωνική και εκπολιτιστική προαγωγή της πόλης του Αγρινίου είναι δεδομένη και αναμφισβήτητη στην όγδοη δεκαετία του ιθ' αιώνα. Ως τεχνίτης φέρει και ανάβει στην πόλη τον ιερόν λυχνοστάτην της τυπογραφίας, κατά την έκφραση του Κοραή. Ως δημοσιογράφος συνδέει τη δράση του με τον εκσυγχρονισμό και τη διαμόρφωση της πόλης. Και στους δύο τομείς ανοίγει πρώτος αυτός το δρόμο στους κατοπινούς τυπογράφους και δημοσιογράφους της πόλης. Είναι η ιστορική τους αφετηρία, ο πνευματικός τους πρόγονος. Γι' αυτήν ακριβώς την προσφορά του, οι Αγρινιώτες δημοσιογράφοι της εποχής αξιολογούν το Σταυρόπουλο ως ευεργέτην της ημετέρας κοινωνίας92. Κι αυτός δεν είναι λόγος κενός. Είναι αλήθεια σύστοιχη με την πραγματικότητα. Ως δημοσιογράφος ο Γεώργιος Σταυρόπουλος ασκεί το λειτούργημα του με συνέπεια και χωρίς συμβιβασμούς με τοπικούς ή άλλους παράγοντες. Δεν πηγαίνει σε ρηγικές αυλές σαγανογλύφτης, κατά τον στίχο του Καζαντζάκη. Από τις στήλες των εφημερίδων του καυτηριάζει ασπλάγχνως τας παρεκτροπής και τας αταξίας αρχόντων τε και αρχομένων32, καθώς σημειώνει Αγρινιώτης δημοσιογράφος της εποχής.
Το Αγρίνιο αγκαλιάζει και τιμάει τον Γεώργιο Σταυρόπουλο. Τον αναγνωρίζει ως υπερασπιστήν της ελευθερίας των δικαιωμάτων του λαού μεθ' ου συνεβίου. Ο αγώνας του διαπνέεται υπό υψηλών και ευγενών ιδεών. Ως μόνο πλούτο του μάλιστα εθεώρει την του λαού ανάπτυξιν και ηθικοποίησιν, όπως αναφέρει η σχετική πηγή". Ο Σταυρόπουλος αγαπάει το Αγρίνιο και συνενταφιάζεται στη γη του μαζί με τον μόνον άνθρωπο της ζωής του, τη σύζυγο του. Η θέση του Σταυρόπουλου στην αγρινιώτικη κοινωνία καταδεικνύεται και από την απήχηση που έχει ο θάνατος του, στις 2 Φεβρουαρίου 1891. Αλλά και από την πάνδημη κηδεία του. Γράφει δημοσιογράφος της εποχής: Η κηδεία του ευεργέτου τούτου της ημετέρας κοινωνίας εγένετο πολυτελέστατη· ο δε θάνατος του βαθείας ενέπλησε λύπας προς· άπασαν την πάλιν Αγρινίου. Σκληρόν και απεινές τουχάρωντος το δρέπανον αφήρεσε προχθές από της ημετέρας κοινωνίας ΰπαρξιν εξαιρέτως ενάρετον και σεβασμίαν11.
Ένα επίλεκτο μέλος της αγρινιώτικης κοινωνίας του 1891, ο Κ. Ν. Σταροδήμας, αποχαιρετάει τη σορό του Σταυρόπουλου με τούτα τα συγκινητικά λόγια: Κηδεύοντες σήμερον συμπολίται, τον προ ετών καταταχθέντα εν τοις κόλποις ημών Γεώργιον Σταυρόπουλον, δικαίως κατεχόμεθα υπό βαθύτατης θλίψεως και άφατου λύπης. Συμμεριζόμενοι πανδήμως το μέγα πένθος, όπερ εγκατέλειπεν ημίν, ο αγωνιζόμενος τον περί ελευθερίας των δικαιωμάτων του λαού αγώνα, μεθ' ου συνεβίου, και υπέρ ου ηγωνίσατο δια των υψηλών και ευγενών ιδεών. Αγωνισθείς εν πενία και κακουχίαις, και μόνον πλούτον του εθεώρει την του λαού ανάπτυξιν και ηθικοποίησιν45.
Το χαμό του αισθάνεται ως απώλεια ολόκληρη η τοπική κοινωνία, η οποία τον ευγνωμονεί για το έργο του. Πιο βαρύ όμως νιώθει το άλγος της φυγής του η ολιγομελής τότε δημοσιογραφική οικογένεια της πόλης. Γιατί ο Σταυρόπουλος αξιολογείται ως τοπικός δάσκαλος όχι μόνο της τυπογραφίας, αλλά και της δημοσιογραφίας. Ένας Αγρινιώτης δημοσιογράφος της εποχής, μάλλον ο Παναγιώτης Ζωγράφος, σε ένα νεκρολογικό του άρθρο για το Σταυρόπουλο, δίνει ορισμένες έγκυρες πληροφορίες γι' αυτόν. Συγχρόνως μιλάει και για τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες εργασίας, που απαιτεί η διακονία της παραδοσιακής τυπογραφίας:
»Ο Γεώργιος Σταυρόπουλος' ο πρωταγωνιστής, ίνα μη εύιωμεν ο ιδρυτής της εν Πάτραις δημοσιογραφίας· ο ιδρυτής της εν Μεσολογγίω δημοσιογραφίας, εκ των πιεστηρίων του οποίου εξεδίδοντο προ τριακονταετίας τα περίφημα εκείνα «Ελληνικά Χρονικά». Και τέλος ιδρυτής της εν Αγρινίω δημοσιογραφίας και ο αναμορφωτής και ηθικοποιός της ημετέρας κοινωνίας δεν υπάρχει πλέον εν τη ζωή. Ορμώμενος πάντοτε ο γέρων Σταυρόπουλος εκ της ιδέας του καλού και επιθυμήσας να φανή χρήσιμος και εν τη ημετέρα κοινωνία, ενκατέλιπε την γενέτειράν του γην και ελθών ενκατεστάθη εις Αγρίνιον, καταστήσας αυτό κέντρον δημοσιογραφικόν. Και δια των μικρών φύλλων, άτινα εκ του πιεστηρίου εξέδιδεν εκαυτηρίαζεν ασπλάχνως τας παρεκτροπάς και τας αταξίας αρχόντων τε και αρχομένων. Εχων δε την ατυχών να αποΑέση αξιαγάπητου σύζυγον αποθανοιίσαν, εστερήθη μεν τας περιποιήσεις του γήρατος, αλλά καίτοι κακοχούμενος προτίμησε να μη εγκαταλίπη το έδαφος της γης ταύτης, αλλά να συνταφή μετά της αγαπητής συζύγου. Προσβληθείς δε υπό του ψύχους του εφετεινού βαρέως χειμώνας και παθών υπό πνευμονίας, μετά εξάμηνον ασθένειαν απέστη εις Κύριον [...]. »Ο μακαρίτης Γεώργιος Σταυρόπουλος διεκρίνετο επίχριστιανικαίς αρεταίς και ευαισθησία χαρακτήρας και είχε κατακτήσει την γεηκήν συμπάθειαν της τριχωνίου κοινωνίας και πάντων των γνωρίμων. Ουτωσί δε απροσδοκήτως και σκληρώς αναρπαγείς καταλίπει βαρυπενθούντα τον μόνον από πολλών ενιαυτών αχώριστον συνεργάτην αυτού Γεώργιον Κ. Βλαχόπουλονπρος ον και δια διαθήκης αυτού κατέστησε κληρονόμον του τυπογραφείου του, τηνμόνην εναποληφθείσα περιουσία" πράξις ήτις τιμά την μνήμην του δωρητου. Το επάγγελμα του τυπογράφου, όπερ εκ νεαρός αυτού ηλικίας ενεκολπώθη, είναι επιπονώτατον και αστοργώτατον επιπονώτατον μεν, διότι εξαντλεί ταχέως απάσας τας δυνάμεις του εργάτου ουδέ της οράσεως εξαιρουμένης· αποστερεί αυτών των κοινότερων απολαύσεων της ζωής και αυτού του αναπόφευκτου ύπνου. Αστοργώτατον δε διότι γλίσχρα παρέχει τα μέσα της υπάρξεως και κατά το γιίρας· τω αποστερεί ταύτα τελείως [...]. »Ως να μη ήρκει η καταδίωξις του μακαρίτου επί της βασιλείας του Όθωνος, ην υπέστη εξορία εν τη αλλοδαπή, ως να μη ήρκει η δολοφονία του αδελφού αυτού εν Πάτραις, επέπρωτο ο τάλας ν' απολέοη ενΑγρινίω και την προσφιλή αυτού σύζυγον. Ξένος εν ξένη γη ήρεμα και με πλάνες το βλέμμα παρέδωκε το πνεύμα αυτού προς τον πλάστην. Κατά την κηδείαν του μακαρίτου, γενομένην εν πάση επισημότητα, διερμηνεύθη η συμπάθεια και η αγάπη της ημετέρας κοινωνίας δια τρόπου εξαιρετικού. Ό,τι κυρίως εκίνησε την γενικήν συμπάθειαν είναι η παρά του συνεργάτου του θανόντος Γεωργίου Κ. Βλαχοπούλου, δι ιδίων τούτου αδρών εξόδων γενομένη κηδεία, γεγονός όπερ απέδειξενότι υπάρχουσιν εισέτι εν τω κοσμώ τούτω και άνθρωποι αναννωρίζοντες τας ευεργεσίας των υπέρ αυτών μοχθησάντων και ότι μη αρκεσθέντες εις όσας περιποιήσεις εποιήσαντο εν τη ζωή των ευεργετών αυτών, αλλά μετά θάνατον διετράνωσαν αρκούντως επιβλητικώς τας διαθέσεις των. Γαίαν έχης ελαφράν ξένε εις ξένην γην παρέδωκας το πνεύμα. Δεν υπήρξε όμως ο Γεώργιος Σταυρόπουλος ένα ξένο σώμα στο Αγρίνιο. Ενσωματώθηκε συνειδητά στην τοπική κοινωνία ως εκλεκτό και δραστήριο μέλος της. Και την αγάπησε ειλικρινά και την τίμησε με τις πράξεις και τους αγώνες του. Και τιμήθηκε από αυτήν. Σύσσωμη η αγρι-νιώτικη κοινωνία αναγνώσε με τον πιο επίσημο τρόπο την τυπογραφική και δημοσιογραφική συμβολή του στις εκσυγχρονιστικές και αναμορφωτικές διεργασίες της πόλης.
IV
Ο παραδοσιακός τυπογράφος ήταν ο άμεσος και αφανής συνεργάτης του συγγραφέα. Και οι δυο αποτελούσαν ένα αχώριστο δίδυμο στο πλαίσιο των λειτουργιών της παραδοσιακής τυπογραφίας. Ο ένας δούλευε με την πέννα και ο άλλος με την τέχνη του, συνθέτοντας ένα προς ένα τα τυπογραφικά στοιχεία του κειμένου. Εργασία καθα­γιασμένη με ιδρώτα και στις δύο περιπτώσεις. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους ήταν η αυτόνομη υποστάτωση της εφημερίας και του βιβλίου, ως βασικών εργαλείων του πολιτισμού και της προόδου. Η μικρή εφημερίδα του Σταυρόπουλου Ο Πολίτης δεν κλείνει μετά το θάνατο του ιδρυτή της. Ως την άνοιξη του 1894 συνεχίζει την έκδοση της ο Γεώργιος Βλαχόπουλος, προσωπικότητα σημαντική για την αγρινιώτικη κοινωνία της εποχής. Η εφημερίδα δεν αλλάζει πολιτικές στοχεύσεις. Ακολουθεί την ίδια γραμμή στην ανάδειξη των τοπικών ζητημάτων και τη στήριξη των εκσυγχρονιστικών κινήσεων της πόλης. Οι στήλες της είναι γεμάτες από τοπικές ειδήσεις και μικρά άρθρα συνεργατών της για διάφορα προβλήματα.
Από τον Μάιο όμως του 1894, η εφημερίδα περιέρχεται τον Παναγιώτη Ζωγράφο, με όλο το δίκτυο των συνδρομητών της. Στο μεταξύ δυο-τρεις εργάτες της πόλης είχαν ήδη εκμάθει από το Σταυρόπουλο στοιχειοθεσία και το χειρισμό του πιεστηρίου. Ήταν οι πρώτοι εργάτες τυπογράφοι της πόλης, δυστυχώς άγνωστα τα ονόματα τους. Ο Ζωγράφος καινοτομεί, αλλάζοντας τον τίτλο της εφημερίδας από Πολίτης σε Αγρίνιον, για άγνωστους λόγους. Πιθανώς να ήθελε τοπικά χρωματισμένη την εφημερίδα ακόμα και στον τίτλο.
Η έκδοση πάντως του Αγρινίου φαίνεται να έχει γενικότερη απήχηση. Χαιρετίζεται η εμφάνιση από διάφορες πατρινές και αθηναϊκές εφημερίδες, στις οποίες ο Ζωγράφος είναι γνωστός ως ανταποκριτής. Μερικές μάλιστα αναδημοσιεύουν και ειδήσεις της. Γύρω από την εφημερίδα συγκροτείται μια ομάδα τακτικών και μορφωμένων συνεργατών, που ορατίζονται τον αστικό εκσυγχρονισμό της πόλης: Ιωάννης θεοφανίδης, Γεώργιος Τσακανίκας, Κων. Δημάδης, Ιωάννης Ακρίδας και κάποιοι άλλοι άμεσοι ή έμμεσοι υποστηρικτές. Από τα πρώτα κιόλας φύλλα της έκδοσης της, η εφημερίδα έρχεται σε σύγκρουση με ορισμένα διαρθρωμένα τοπικά συμφέροντα, αλλά και με κοινωνικές νοοτροπίες. Η πόλη δεν είχε αφομοιώσει ακόμα τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που εποικίστηκαν διαδοχικά σ' αυτήν από το Εικοσιένα και ύστερα. Η μαχητική αρθρογραφία της εφημερίδας προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Ο Ζωγράφος συγκρούεται με ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, ιδίως με γαιοκτήμονες, που δεν επιθυμούν αλλαγές στην υπάρχουσα κατάσταση. Επιμένουν μάλιστα να χειραγωγούν κάθε κίνηση της πόλης.
Γι' αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιδιώκουν τη φίμωση της εφημερίδας. Στο πλαίσιο των εμφανών και αφανών αυτών αντιδράσεων γίνεται και απόπειρα δολοφονίας κατά του εκδότη της. Οι δυσχέρειες της εφημερίδας είναι όχι μόνον οικονομικές αλλά και τεχνικές, γιατί το τυπογραφείο του Σταυρόπουλου δεν ανήκει στο Ζωγράφο. Οι φορείς της κοινωνικής καθυστέρησης και οπισθοδρόμησης παρεμβαίνουν ακόμα και σ' αυτό, προκειμένου να παρεμποδίσουν ή να ακυρώσουν την έκδοση της εφημερίδας.
Αδίστακτα χρησιμοποιούν ως όπλα τη διαβολή και τη συκοφαντία. Υπό τις συνθήκες αυτές η εφημερίδα κατορθώνει να επιβιώσει μόνο για πέντε μήνες. Το τελευταίο φύλλο της, το Νοέμβριο του 1894, τυπώνεται στην Πάτρα, σε μεγάλο σχήμα. Σ' αυτό ο Ζωγράφος, αφού κάνει μια αποτίμηση της δημοσιογραφικής του προσφοράς, υπόσχεται την επανέκδοση του Αγρινίου, την πρώτη Ιανουαρίου του 1895. Η υπόσχεση όμως αυτή έμεινε λόγος κενός. Δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, παρόλο που η πόλη το είχε ανάγκη. Ο Ζωγράφος έφυγε από το Αγρίνιο και εγκαταστάθηκε μονίμως στην Αθήνα.
Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η τοπική δημοσιογραφία της εποχής, από τεχνικής πλευράς, είναι κυρίως δύο: η αδυναμία οργάνωσης και δεύτερου τυπογραφείου με πιεστήριο στην πόλη και η έλλειψη εξειδικευμένων εργατών Τύπου. Το ένα προϋποθέτει το άλλο. Και τα δύο αποτελούν θεμελειακά προαπαιτούμενα για τη λειτουργία των εκσυγχρονιστικών ρευμάτων στην πόλη. Τι έγινε όμως το τυπογραείο Σταυρόπουλου; Αυτό βρισκόταν στα χέρια του Βλαχόπουλου, ο οποίος το μεταβίβασε στον Ιωάννη Ρόκο.
Στις αρχές του 1895 ο Ρόκος, ιδιοκτήτης πλέον τυπογραφείου και νεαρός δημοσιογράφος, που εκκολάφθηκε στο περιβάλλον του Σταυρόπουλου, βγάζει την Τριχωνία. Πρόκειται νια ένα από τα πιο σημαντικά επαρχιακά φύλλα της εποχής, με πλουσιότατη και ποικίλη ύλη σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Η εφημερίδα πλαισιώνεται από ό,τι εκλεκτό και ανήσυχο υπάρχει στην τότε αγρινιώτικη κοινωνία. Η δίψα για αναμορφωτική ανάπλαση της πόλης είναι διάχυτη όχι σε κάποια χειραφετημένα άτομα, αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινωνικό στρώμα. Ανάμεσα στους τακτικούς συνεργάτες της εφημερίδας είναι και αρκετά γνωστά πρόσωπα: Ο γιατρός Ιωάννης θεοφανίδης και ο τότε διευθυντής του δημοσίου ταμείου Μιχ. Κούκας. Και οι δύο είναι εξειδικευμένοι στα οικονομικά και δημοσιονομικά ζητήματα. Τα άρθρα τους προκαλούν γενικότερο ενδιαφέρον. Στα κοινωνικά και εκπολιτιστικά θέματα προβάλλουν επίσης σημαντικές υπογραφές: Γεώργιος Τσακανίκας, Κων. Δημάδης, Δημ. Χατζόπουλος, ο γνωστός Μποέμ του αθηναϊκού Τύπου, και άλλοι που ασχολούνται με διάφορα ζητήματα της επικαιρότητας. Η εφημερίδα φαίνεται να έχει αξιόλογη απήχηση στο κοινό της πόλης. Κυκλοφορεί ανελιπώς κάθε εβδομάδα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1898. Ο τότε διευθυντής της Ιωάννης Ρόκος διορίζεται δάσκαλος στην Κατούνα του Ξηρομέρου και στη συνέχεια χειροτονείται παπάς, εγκαταλείποντας το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Αυτό επισφράγισε και το τέλος της Τριχωνίας ως τοπικού δημοσιογραφικού οργάνου. Το περίεργο είναι ότι δεν ανέλαβε κανείς να συνεχίσει την έκδοση της εφημερίδας, αν και υπήρχαν στην πόλη κατάλληλα άτομα και συνθήκες μάλλον ευνοϊκές.
Ένα μήνα μετά το κλείσιμο της Τριχωνίας, γίνεται νέα προσπάθεια. Τον Οκτώβριο του 1898, ο φοιτητής της νομικής Γεώργιος Πανταζής εκδίδει την Ηχώ του Αγρινίου. Η εφημερίδα έχει το σφρίγος και τον ενθουσιασμό της ηλικίας του εκδότη της. Κερδίζει σύντομα το ενδιαφέρον του κοινού και πολλών συνεργατών της στην πόλη. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι η εφημερίδα εκδίδεται συνεχώς κάθε εβδομάδα για επτά περίπου χρόνια, ως τον Μάιο του 1905. Τότε κλείνει και η πρώτη περίοδος της τοπικής δημοσιογραφίας.
Δυστυχώς για την έρευνα, από τις συγκεκριμένες εφημερίδες, δε σώζεται στις Δημόσιες Βιβλιοθήκες της χώρας κανένα συγκροτημένο και πλήρες σώμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε καν σποραδικά φύλλα. Και από την άποψη αυτή η πόλη του Αγρινίου στάθηκε προφανώς άτυχη, γιατί στερήθηκε τις άμεσες και πρωτογενείς πηγές της κοινωνικής της ιστορίας. Εντούτοις η επιστημονική δεν έχει όρια στις αναζητήσεις της. Είναι υποχρεωμένη να προχωράει με άλλες συνδυαστικές και συγκριτικές μεθόδους ακόμα κι όταν είναι ανεπαρκείς ή λείπουν οι πηγές. Η τελευταία εικοσαετία του ιθ' αιώνα αποτελεί το ιστορικό πλαίσιο για την ανάπτυξη όχι μόνο της τοπικής δημοσιογραφίας. Παράλληλα εμφανίζονται στην πόλη και συγκροτημένοι εκπολιτιστικοί φορείς, που βρίσκουν ουσιαστική προβολή και υποστήριγμα στον τοπικό Τύπο. Το 1896 ιδρύεται στην πόλη παράρτημα του αθηναϊκού γυναικείου συλλόγου Εργάνη Αθηνά*, με πολυάριθμα μέλη σε ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία. Και σ' αυτό πρωτοστατούν η Ελένη Σκαλτσοδήμου, η Αλκμήνη Κούκα και άλλες γυναίκες46.
Τον ίδιο χρόνο οργανώνεται και πανελλήνια έκθεση με προϊόντα της «εγχωρίου βιομηχανίας»: μάλλινα υφάσματα, τάπητες, χειροτεχνήματα, είδη ένδυσης και βυρσοδεψίας, καθώς και γεωργικά εργαλεία τοπικών σιδεροκατασκευών47. Την έκθεση επισκέπτονται έμποροι και επιχειρηματίες από πολλές πόλεις της Ευρώπης και των Βαλκανίων, υπουργοί, πολιτικοί ηγέτες, δημοσιογράφοι, ξένοι διπλωμάτες. Επίσης συσταίνονται στην πόλη Γυμναστικός Σύλλογος και Φιλαρμονική Εταιρεία, σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση της εφημερίδας Ηχώ του Αγρινίου. Η συμβολή του τοπικού Τύπου είναι αναμφισβήτητα θετική στην προετοιμασία της πόλης για την είσοδο της στον εικοστόν αιώνα. Μπορεί κάποιος να έχει οποιεσδήποτε επιφυλάξεις για τις αδυναμίες ή τις ανεπάρκειες της τοπικής εφημεριδογραφίας. Τα προβλήματα αυτά είναι εγγενή. Αντανακλούν τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του συγκεκριμένου κοινωνικού ιστού. Ο Τύπος μιας πόλης δεν αποτελεί κάτι το ξεχωριστό από αυτήν. Είναι ο ίδιος ο καθρέφτης της. Συνιστά την εικόνα του εαυτού της: «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
πηγή: Η Νέα Εποχή
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Γερ. Ηρ. Παπατρέχα, Ιστορία του Αγρινίου, Αγρίνιο 1991, σα. 369, 370,371. θ. Α Θωμόπουλου, Αγρίνιον. ΑΙΕΕ 1(1964), σ. 188.
  2. Σωφρ. Παπακυριακού, Η κατά του Όθωνος στάσις του 1836 εν Αιτωλοακαρνανία. ΔΙΕΕΕ 9 (1926), σσ. 541-544.
  3. Φ. Μάλαινου, Η ίδρυση και η πρώτη λειτουργία του Ελληνικού σχολείου Αγρινίου στις αρχές της δεκαετίας του 1840. Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 12-13 (1993), σσ.6-8.
  4. Πολίτης, φ. 92 (13.4.1891)· φ. 112 (3.9.1891).
  5. Δ. Βικέλα, Από Νικοπόλεως εις Ολύμπιον, Αθήνα 1885, σσ. 173-174.
  6. Νεολόγος, Πατρών, φ. 1365 (23.5.1898), 1,2.
  7. Σπ. Λάμπρου, Χειρόγραφοι εφημερίδες του Αγώνος. ΝΕ1 (1904), σσ. 474-487. Αικ. Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα, Αθήνα 1971,1, σσ. ιζ'-ιθ', 23-34.
  8. Πολίτης, φ. 83 (8.2.1891), 1.
  9. Τάκη Λάππα, Ρουμελιώτικος Τύπος, Αθήνα 1959, σ. 117. Ν.Ε. Σκιαδά, Χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας, Αθήνα 1982,3, σ, 124. Γερ. Παπατρέχα. Ιστορία τον Αγρινίου, σ, 450.
  10. Πολίτης, φ. 83(8.2.1891),!.
  11. ΝέαΕφημερίς, φ. (29.5.1890).
  12. Κ.Θ. Δημαρά, Ελληνικός Ρομαηισμός, Αθήνα 1982, σσ. 355-358, 364, 381, 387, 574. Μάρκου Γκιόλια, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα και ο Κώστας Χατζόπουλος, Αγρίνιο 1996, σσ.84-86.
  13. Πολίτης, φ. 17 (3.9.1889), 2 φ. 41 (5.3.1890), 3.
  14. Πολίτης, φ. 83(8.2.1891),!.
  15. W [=Κ Παλαμά], Μνημόσυνον (Αναστ. Γιαννόπουλου). Εμπρός, φ. (10.9.1915), 1. Πρβλ. Κ.Σ. Κώνστα, Παλαμικά κείμενα. Νέα Εστία 51 (1952), σ. 379.
  16. Ήλιος, φ. 206 (21.3.1859), 1. Πρβλ. Μπραν [=Στ. Μπράντα], Τα «Ελληνικά Χρονικά», Εμπρός, φ. (8.9.1915), 1 και φ. (11.9.1915), 1.
  17. Ν. Κασομούλη, Ενθυμήματα Στραυωτικά, 2, σ. 282. Αικ. Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα, 1, σ. 152. Ν.Ε. Σκιαδά, Χρονικό, 1, σσ. 252-253.
  18. Ελληνικά Χρονικά, φ. 47 (6.2.1860), 1.
  19. Δυτική Ελλάς, φ. 144 (15.7.1884). Πρβλ. Θ.Δ. Θωμόπουλου, Ο Τύπος της Δυτικής Ρούμελης, Αθήνα 1959, σ. 17.
  20. Ελληνικά Χρονικά, φ. 47 (6.2.1860), 1.
  21. Αχελώος, φ. 65 (30.3.1886), 2.
  22. Αχελώος, φ. 35 (5.4.1886), 3.
  23. Παναιτώλιον, φ. 2 (5.3.1886).
  24. Παναιτώλιον, φ. 2 (5.3.1886).
  25. Παναιτώλιον, φ. 4 (13.3.1886).
  26. Πολίτης, φ. 8 (6.7.1889), 1.
  27. Πολίτης, φ. 100(2.6.1891), 1.
  28. Πολίτης, φ. 7 (24.6.1889), 2' φ. 12 (30.7.1889), 2-3· φ. 92 (13.4.1891), Ι φ. 115 (24.9.1891), 1-2. Πρβλ. Λένας Γιαννακοπούλου, Σιδηρόδρομοι Βορειοδυτικής Ελλάδος. Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 40 (2000), σσ.12-14.
  29. Νουμάς,φ.281(3.2.1908),8.
  30. Πολίτης, φ. 11 (23.7.1889), 3' φ. 33 (22.12.1889), 3.
  31. Πολίτης, φ. 7 (24.6.1889), 1-2.
  32. Πολίτης, φ. 83 (8.2.1891), 2.
  33. Πολίτης, φ. 131 (29.1.1892), 1-2.
  34. Πολίτης, φ. 15 (20.8.1889), 1-2· φ. 58 (17.7.1890), 1-2.
  35. Πολίτης, φ. 151 (31.7.1892), 2· φ. 152 (118-1892), 1· φ. 156 (12.9.1892), 2.
  36. Απ. Μακράκη, Επιστημονικός έλεγχος του ζωολόγου Ερν. Χαίκελ, διδασκάλου του Καρλ Μαρξ και των εν Ελλάδι μαθητών του, Αθήνα 1891, ριεείηί.
  37. Πολίτης, φ. 52 (5.6.1890), 1.
  38. Πολίτης, φ. 66(19.9.1890),!.
  39. Πολίτης, φ. 66 (19.9.1890), 1.
  40. Νεολόγος, Πατρών, φ. 1365 (23.5.1898), 2.
  41. Μάρκου Γκιόλια, Οι απαρχές του νεοελληνικού θεάτρου στο Αγρίνιο. Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 42 (2001), σσ. 52-54· τχ. 43 (2001), σσ. 10-12.
  42. Πολίτης, φ. 83 (8.2.1891), 1.
  43. Πολίτης, φ. 83 (8.2.1891), 2.
  44. Πολίτης, φ. 83 (8.2.1891), 1.
  45. Πολίτης, φ. 83 (8.2.1891), 2.
  46. Κ. Τριανταφυλλίδη, Ένα φεμινιστικό κίνημα στο Αγρίνιο. Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 28-29 (1998), σσ. 21-23. Μαίρης Χρυσικοπούλου, Γυναικείες μορφές της Αιτωλοακαρνανίας, Αγρίνιο 2000.
  47. Μάρκου Γκιόλια, Το εργατικό κίνημα και ο Κώστας Χατζόπουλος, σσ. 27-29.